φυλακτικός: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fylaktikos | |Transliteration C=fylaktikos | ||
|Beta Code=fulaktiko/s | |Beta Code=fulaktiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[preservative]], opp. <b class="b3">ληπτικός, προετικός</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1120b15</span>; ὑγιείας <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>106b36</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>1366a37</span>; of persons, φ. τῶν ὄντων <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.4.9</span>; <b class="b3">φ. ἐγκλημάτων</b> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[preservative]], opp. <b class="b3">ληπτικός, προετικός</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1120b15</span>; ὑγιείας <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>106b36</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>1366a37</span>; of persons, φ. τῶν ὄντων <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.4.9</span>; <b class="b3">φ. ἐγκλημάτων</b> [[cherishing the recollection of]] them, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1381b4</span>; τὸ φ. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.34J.</span>, Gal.10.638, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>16</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span> 106b37</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (from Med.) [[cautious]], opp. <b class="b3">πιστευτικός</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span> 1372b28</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Plb.6.8.3</span>, al.: Comp., -ώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς <span class="bibl">Id.1.18.1</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:12, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A preservative, opp. ληπτικός, προετικός, Arist.EN1120b15; ὑγιείας Id.Top.106b36, cf. Rh.1366a37; of persons, φ. τῶν ὄντων X.Mem.3.4.9; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.Rh.1381b4; τὸ φ. Phld.Oec.p.34J., Gal.10.638, Porph.Antr.16. Adv. -κῶς Arist.Top. 106b37. II (from Med.) cautious, opp. πιστευτικός, Id.Rh. 1372b28. Adv. -κῶς Plb.6.8.3, al.: Comp., -ώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Id.1.18.1, al.
German (Pape)
[Seite 1313] gut bewachend, beschützend, geschickt zum Bewachen, wachsam; μνήμη διάθεσις ψυχῆς φυλακτικὴ τῆς ἐν αὐτῇ ὑπαρχούσης ἀληθείας Plat. def. 414 a; τῶν ὄντων, das Vorhandene zu schützen geschickt, Xen. Mem. 3, 4,9. – Auch vom med., geschickt sich zu hüten, behutsam, vorsichtig; Xen. Mem. 3, 1,6; Plat. Ep. VII, 322 d; φυλακτικῶς ἕκαστα χειρίζειν Pol. 6, 8,3, vgl. 1, 18, 1.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλακτικός: -ή, -όν, διαφυλάττων, τηρῶν τι, ἐναντίον τῷ ληπτικός καὶ ποριστικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20· ὑγιείας, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1, 15, 10, πρβλ. Ρητορ. 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀγρύπνως φυλάττων τι, φυλακτικοὺς τῶν ὄντων Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 9· φυλακτικοὺς τῶν ἐγκλημάτων, διατηροῦντας τὴν ἀνάμνησιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2, 4, 17. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), προφυλακτικός, προσεκτικός, αὐτόθι 1. 12, 19. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 6, 8, 3, κ. ἀλλ. φυλακτικώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a la vertu de conserver ou de préserver, gén.;
2 qui se tient sur ses gardes, circonspect : φυλακτικός τινος XÉN qui veille sur qqn ou qch.
Étymologie: φυλάσσω.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυλακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, -ή, -ό, Ν φυλάσσω
νεοελλ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά
τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων
αρχ.
1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που προσέχει, που περιφρουρεί κάτι
3. αυτός που παίρνει προφυλάξεις, προσεκτικός, επιφυλακτικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτικόν
η προθυμία για προφύλαξη.
επίρρ...
φυλακτικῶς ΜΑ
με προφύλαξη, με προσοχή.
Greek Monotonic
φῠλακτικός: -ή, -όν,
I. προστατευτικός, με γεν., σε Αριστ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που φυλάσσει, προσεκτικός, σε Ξεν.· φυλακτικὸς ἐγκλημάτων, διατηρώντας την ανάμνησή τους, σε Αριστ.
2. (από Μέσ.), προφυλακτικός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φῠλακτικός:
1) сохраняющий, оберегающий (τινος Xen., Plat., Arst.): φ. τῶν ἐγκλημάτων Arst. помнящий жалобы или упреки, т. е. злопамятный;
2) остерегающийся, осторожный Xen., Arst.: φ. περί τινα Plat. остерегающийся кого-л.
Middle Liddell
φῠλακτικός, ή, όν
I. preservative, c. gen., Arist.
II. of persons, vigilant, observant, Xen.; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.
2. (from Mid.) cautious, Arist.