προσφερής: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσφερής]], ές [[προσφέρω]]<br /><b class="num">I.</b> brought near, approaching: metaph. resembling, [[similar]], τινι Hdt., Aesch., etc.; τὸ [[σῶμα]] προσφερὴς τῇ ψυχῇ Plat.:—[[rarely]] c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων Eur.; cf. [[ἐμφερής]].<br /><b class="num">II.</b> = [[πρόσφορος]], [[serviceable]], τινι Hdt.
|mdlsjtxt=[[προσφερής]], ές [[προσφέρω]]<br /><b class="num">I.</b> brought near, approaching: metaph. resembling, [[similar]], τινι Hdt., Aesch., etc.; τὸ [[σῶμα]] προσφερὴς τῇ ψυχῇ Plat.:—[[rarely]] c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων Eur.; cf. [[ἐμφερής]].<br /><b class="num">II.</b> = [[πρόσφορος]], [[serviceable]], τινι Hdt.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[resembling]]
}}
}}

Revision as of 14:25, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφερής Medium diacritics: προσφερής Low diacritics: προσφερής Capitals: ΠΡΟΣΦΕΡΗΣ
Transliteration A: prospherḗs Transliteration B: prospherēs Transliteration C: prosferis Beta Code: prosferh/s

English (LSJ)

ές, (προσφέρω)

   A similar, like, c. dat., Hdt.2.105, 4.33, A. Ag.1218, Ch.176, E.Hel.591, Ar.Ec.67, Th.1.49, etc.; προσφερέστατοι [τῇ θεῷ] ἄνδρες Pl.Ti.24d; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ φυχῇ Id.R.494b, cf. Phlb.51d; βίος οἴνῳ π. Antiph.240; προσφερέστερον δέμας E.Hel.559: rarely c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαι Id.HF131 (lyr.). Adv. -ρῶς, c. dat., Placit.4.4.4, etc.    II = πρόσφορος, conducive, useful, τινι Hdt.5.111 (v.l. προφερέστερον).

German (Pape)

[Seite 785] ές, hinzu, nahe gebracht, nahe kommend, ähnlich; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν, Aesch. Ag. 1191; αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν, Ch. 174; νυκτὶ προσφερεῖς κόρας, Eur. Or. 408; Hel. 597 u. öfter; Ar. Eccl. 67; u. in Prosa: Her. 2, 105. 4, 33; Thuc. 1, 49; Plat. Phil. 51 d Rep. X, 616 b u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Icaro- men. 2. – Bei Her. 5, 111 als v. l. προσφερέστατος, = προσφορώτατος, zuträglich.

Greek (Liddell-Scott)

προσφερής: -ές, (προσφέρω) ὁ πλησίον φερόμενος, πλησιάζων. ὅθεν μεταφορ., ὅμοιος, τινι Ἡρόδ. 2. 105., 4. 33, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1218, Χο. 176, Εὐρ. Ἑλ. 591, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 67, Θουκ. 1. 49, κλτ.· προσφερέστατοι αὐτῇ Πλάτ. Τίμ. 24D· τὸ σῶμα προσφερὲς τῇ ψυχῇ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 494Β, πρβλ. Φίληβ. 51D· προσφερέστερον δέμας Εὐρ. Ἐλ. 559· - σπανίως μετὰ γενικ., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 132. - Ἐπίρρ. -ρῶς. Πλούτ. 2. 898Ε, κτλ.· - πρβλ. ἐμφερής, προσεμφερής, προσφέρω Β. Ι. 5. ΙΙ. = πρόσφορος, συντελεστικός, χρήσιμος, τινι Ἡρόδ. 5. 111 (διάφορ. γραφ. προφερέστερον).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se rapporte à, qui a quelque rapport avec, semblable à, τινι;
Cp. προσφερέστερος.
Étymologie: προσφέρω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. παρεμφερής, παρόμοιος («εἴπω περὶ τῶν Κολχῶν, ὡς Αἰγυπτίοισι προσφερέες εἰσί», Ηρόδ.).
επίρρ...
προσφερῶς Α
κατά τρόπο παρεμφερή, παρομοίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περι-φερής].

Greek Monotonic

προσφερής: -ές (προσφέρω),
I. αυτός που βρίσκεται κοντά, αυτός που πλησιάζει· μεταφ., πανομιότυπος, όμοιος, παρόμοιος, τινι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σῶμα προσφερὲς τῇ ψυχῇ, σε Πλάτ.· σπανίως με γεν., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων, σε Ευρ.· πρβλ. ἐμφερής.
II. = πρόσφορος, χρήσιμος, ωφέλιμος, τινι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προσφερής:
1) сходный, схожий, похожий (τινι Her., Aesch., Arph., Thuc., редко τινος Eur.): προσφερέστερον δέμας Eur. разительное внешнее сходство;
2) подходящий, выгодный, полезный (τινι Her. - v. l. προφερής).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-φερής -ές [προσφέρω] gelijkend op, met dat.:; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν gelijkend op droombeelden Aeschl. Ag. 1218; ἵνα μηδὲν εἴην ἔτι γυναικὶ προσφερής om te zorgen dat ik in niets meer op een vrouw leek Aristoph. Eccl. 67; met gen.. πατέρος... προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαί de glans in hun ogen, lijkend op (die van) hun vader Eur. HF 131. voordelig, nuttig; met dat.. τοῖσι σοῖσι πρήγμασι προσφερέστερον meer in jouw belang Hdt. 5.111.3.

Middle Liddell

προσφερής, ές προσφέρω
I. brought near, approaching: metaph. resembling, similar, τινι Hdt., Aesch., etc.; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ ψυχῇ Plat.:—rarely c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων Eur.; cf. ἐμφερής.
II. = πρόσφορος, serviceable, τινι Hdt.

English (Woodhouse)

resembling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)