διαπόνημα: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaponima | |Transliteration C=diaponima | ||
|Beta Code=diapo/nhma | |Beta Code=diapo/nhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hard labour]], [[exercise]], τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>813d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> concrete, [[work]], τὰ τῶν τεκτόνων δ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Criti.</span>114e</span>; | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hard labour]], [[exercise]], τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>813d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> concrete, [[work]], τὰ τῶν τεκτόνων δ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Criti.</span>114e</span>; [[achievement]], [[work done]], βασιλέως <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>2.7</span>; <b class="b2">thing achieved, reward of toil</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Goth.</span>4.19</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A hard labour, exercise, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Pl.Lg.813d. II concrete, work, τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.Criti.114e; achievement, work done, βασιλέως Procop.Aed.2.7; thing achieved, reward of toil, Id.Goth.4.19.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόνημα: τό, βαρεῖα ἐργασία, κόπος, ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, φιλοπόνημα, τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
travail pénible, exercice laborieux.
Étymologie: διαπονέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I concr. obra de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.Criti.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.Aed.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.Criti.114e.
II abstr.
1 ejercicio fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra Pl.Lg.813d.
2 trabajo διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido Procop.Aed.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.Aed.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.Aed.3.6.21.
3 sufrimiento αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra Procop.Goth.4.19.20.
Greek Monotonic
διαπόνημα: -ατος, τό, σκληρή, επίπονη εργασία, άσκηση, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] inspannend werk.
Russian (Dvoretsky)
διαπόνημα: ατος τό
1) труд, работа (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;
2) упражнение (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.).
Middle Liddell
διαπόνημα, ατος, τό, n [from διαπονέω
hard labour, exercise, Plat.