θρεπτικός: Difference between revisions
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=threptikos | |Transliteration C=threptikos | ||
|Beta Code=qreptiko/s | |Beta Code=qreptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">able to feed</b> or [[rear]], τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>267b</span>, cf. <span class="bibl">276b</span>, <span class="bibl">276c</span>; [[nourishing]], -ώτερα μῆλα Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.3.82f</span>; <b class="b3">-ώτατος οἶνος</b> Mnesith.ib.<span class="bibl">1.32d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[of]] or [[promoting growth]], ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>416a19</span>; <b class="b3">ἡ θ. ψυχή</b> ib.<span class="bibl">415a23</span>; <b class="b3">τὸ θ</b>. | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">able to feed</b> or [[rear]], τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>267b</span>, cf. <span class="bibl">276b</span>, <span class="bibl">276c</span>; [[nourishing]], -ώτερα μῆλα Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.3.82f</span>; <b class="b3">-ώτατος οἶνος</b> Mnesith.ib.<span class="bibl">1.32d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[of]] or [[promoting growth]], ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>416a19</span>; <b class="b3">ἡ θ. ψυχή</b> ib.<span class="bibl">415a23</span>; <b class="b3">τὸ θ</b>. [[the principle of growth]], <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1102b11</span>; <b class="b3">ἡ θ. καὶ αὐξητικὴ ζωή</b> ib. <span class="bibl">1098a1</span>; opp. <b class="b3">φθαρτικός</b>, Polystr.<span class="bibl">p.23</span> W. Adv. -κῶς <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>1.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[causing to heal up]], ἑλκῶν Dsc.1.43.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:36, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A able to feed or rear, τινος Pl.Plt.267b, cf. 276b, 276c; nourishing, -ώτερα μῆλα Diph.Siph. ap. Ath.3.82f; -ώτατος οἶνος Mnesith.ib.1.32d. II of or promoting growth, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική Arist.de An.416a19; ἡ θ. ψυχή ib.415a23; τὸ θ. the principle of growth, Id.EN1102b11; ἡ θ. καὶ αὐξητικὴ ζωή ib. 1098a1; opp. φθαρτικός, Polystr.p.23 W. Adv. -κῶς Porph.Gaur.1.1. III causing to heal up, ἑλκῶν Dsc.1.43.
German (Pape)
[Seite 1217] zum Ernähren geschickt, dasselbe betreffend; τέ χνη Plat. Polit. 267 b, ζωή Arist. Eth. 1, 7, 12; Sp. θρεπτικώτερος, -τατος, Ath. I, 32 d III, 82 f.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à nourrir ou à faire croître, gén..
Étymologie: τρέφω.
Greek Monolingual
και θρεφτικός, -ή, -ό (ΑΜ θρεπτικός, -ή, -όν) τρέφω
αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή»)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών
2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» — το σύνολο τών οργάνων με τα οποία συντελείται η θρέψη του οργανισμού
β) «θρεπτικό ισοζύγιο» — το ισοζύγιο μεταξύ τών θρεπτικών ουσιών που προσλαμβάνονται και αυτών που καταναλίσκονται από τον οργανισμό
γ) «θρεπτικές ουσίες» — οι ουσίες τις οποίες έχει ανάγκη ένας οργανισμός για τη διατήρησή του στη ζωή και για την ανάπτυξή του
αρχ.
1. αρμόδιος, κατάλληλος στο να τρέφει ή να ανατρέφει
2. αυτός που συντελεί στην επούλωση πληγής
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτικόν
η δύναμη, η αιτία της αύξησης.
επίρρ...
θρεπτικώς και -ά (ΑΜ θρεπτικῶς)
με τρόπο που συντελεί στη θρέψη, στην αύξηση.
Greek Monotonic
θρεπτικός: -ή, -όν (τρέφω), αυτός που προάγει την ανάπτυξη, σε Αριστ.· τὸθρεπτικόν, η αρχή, δύναμη της ανάπτυξης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θρεπτικός:
1) касающийся питания, служащий целям пропитания (τέχνη Plat.);
2) питающий, питательный (ἡ τῆς ψυχῆς δύναμις Arst.).
Middle Liddell
θρεπτικός, ή, όν τρέφω
promoting growth, Arist.; τὸ θρεπτικόν the principle of growth, Arist.