μακαρισμός: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':makarismÒj 馬卡里士摩士<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':有福(著)<br />'''字義溯源''':祝褔,稱為有福,福,福氣,有福,祝賀;源自([[μακαρίζω]])=稱為有福),而 ([[μακαρίζω]])出自([[μακάριος]])*=極其蒙褔的)<br />'''出現次數''':總共(3);羅(2);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 福氣(1) 加4:15;<br />2) 福(1) 羅4:9;<br />3) 有福的:(1) 羅4:6 | |sngr='''原文音譯''':makarismÒj 馬卡里士摩士<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':有福(著)<br />'''字義溯源''':祝褔,稱為有福,福,福氣,有福,祝賀;源自([[μακαρίζω]])=稱為有福),而 ([[μακαρίζω]])出自([[μακάριος]])*=極其蒙褔的)<br />'''出現次數''':總共(3);羅(2);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 福氣(1) 加4:15;<br />2) 福(1) 羅4:9;<br />3) 有福的:(1) 羅4:6 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[congratulation]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 4 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A pronouncing happy, blessing, Pl.R.591d, Arist.Rh.1367b33, Andronic. Pass.p.570 M., Plu.2.471c; giving praise or thanks, Epicur.Sent. Vat.52, Phld.D.3 Fr.86a.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μακαρίζειν, Πλάτ. Πολ. 591D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de vanter ou d’envier le bonheur d’autrui.
Étymologie: μακαρίζω.
English (Strong)
from μακαρίζω; beatification, i.e. attribution of good fortune: blessedness.
English (Thayer)
μακαρισμου, ὁ (μακαρίζω), declaration of blessedness: λέγειν τόν μακαρισμόν τίνος, to utter a declaration of blessedness upon one, a fuller way of saying μακαρίζειν τινα, to pronounce one blessed, Plato, rep. 9, p. 591d.; (Aristotle, rhet. 1,9, 34); Plutarch, mor., p. 471c.; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ο (AM μακαρισμός) μακαρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μακαρίζω, καλοτύχισμα
2. στον πληθ. οι μακαρισμοί
οι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί του όρους ομιλία του Ιησού
μσν.-αρχ.
υπόσχεση για ευλογία
αρχ.
απόδοση επαίνων ή ευχαριστιών.
Greek Monotonic
μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, ανακήρυξη κάποιου ως ευτυχισμένου, το καλοτύχισμα, σε Πλάτ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκᾰρισμός: ὁ восхваление, превознесение, прославление Plat., Arst., NT.
Middle Liddell
a pronouncing happy, blessing, Plat., Arist.
Chinese
原文音譯:makarismÒj 馬卡里士摩士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:有福(著)
字義溯源:祝褔,稱為有福,福,福氣,有福,祝賀;源自(μακαρίζω)=稱為有福),而 (μακαρίζω)出自(μακάριος)*=極其蒙褔的)
出現次數:總共(3);羅(2);加(1)
譯字彙編:
1) 福氣(1) 加4:15;
2) 福(1) 羅4:9;
3) 有福的:(1) 羅4:6