πλυντήριος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plyntirios
|Transliteration C=plyntirios
|Beta Code=plunth/rios
|Beta Code=plunth/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for washing]]: <b class="b3">Πλυντήρια</b> (sc. <b class="b3">ἱερά</b>), τά, a festival at Athens (on the 25th Thargelion), <b class="b2">in which the clothes of Athena's statue were washed</b>, IG12.842, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.4.12</span>, <span class="bibl">Lycurg.<span class="title">Fr.</span>44</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>34</span>, Phot.s.v.<b class="b3">καλλυντήρια</b>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for washing]]: [[Πλυντήρια]] (sc. [[ἱερά]]), τά, a festival at Athens (on the 25th Thargelion), <b class="b2">in which the clothes of Athena's statue were washed</b>, IG12.842, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.4.12</span>, <span class="bibl">Lycurg.<span class="title">Fr.</span>44</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>34</span>, Phot.s.v.[[καλλυντήρια]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:25, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῠντήριος Medium diacritics: πλυντήριος Low diacritics: πλυντήριος Capitals: ΠΛΥΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: plyntḗrios Transliteration B: plyntērios Transliteration C: plyntirios Beta Code: plunth/rios

English (LSJ)

ον,

   A of or for washing: Πλυντήρια (sc. ἱερά), τά, a festival at Athens (on the 25th Thargelion), in which the clothes of Athena's statue were washed, IG12.842, X.HG1.4.12, Lycurg.Fr.44, Plu.Alc.34, Phot.s.v.καλλυντήρια.

German (Pape)

[Seite 639] zum Waschen, Reinigen gehörig, geschickt; davon τὰ πλυντήρια, sc. ἱερά, ein Reinigungsfest der Athene, nach Andern der Aglauros, Kekrops' Tochter, in Athen gefeiert, Xen. Hell. 1, 4, 12, Plut. Alc. 34 u. Hesych., am 25. Thargelion.

Greek (Liddell-Scott)

πλυντήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλύσιν· Πλυντήρια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἑορτὴ ἐν Ἀθήναις (ἀγομένη τῇ 25ῃ τοῦ Θαργηλιῶνος), καθ’ ἣν τὰ ἐνδύματα τοῦ ἀγάλματος τῆς Ἀθηνᾶς ἐπλύνοντο, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ., Πλουτ. Ἀλκιβ. 34, Φώτ.· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 69. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλυντήρια· ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ἣν ἐπὶ τῇ Ἀγλαύρου τῆς Κέκροπος θυγατρὸς τιμῇ ἄγουσιν».

Greek Monolingual

-α, -ο / πλυντήριος, -ον ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύση
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριο
α) μέρος του σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό
β) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων, καθαριστήριο
γ) τμήμα εργοστασίου ὁπου γίνεται το πλύσιμο ενός προϊόντος
2. φρ. α) «πλυντήριο ρούχων»
τεχνολ. ηλεκτρομηχανική διάταξη, προορισμένη για το αυτόματο πλύσιμο τών ρούχων
β) «πλυντήριο πιάτων»
τεχνολ. ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη για το πλύσιμο πιάτων, ποτηριών και μαχαιροπίρουνων
γ) μτφ. «πλυντήριο του βρόμικου χρήματος» — επιχείρηση, ίδρυμα, θεσμός για τη νομιμοποίηση χρημάτων που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο
(μσναρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ πλυντήριον
νερό για πλύσιμο
αρχ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πλυντήρια
μυστηριακή γιορτή που τελούσαν στην Αθήνα στις 25 του μήνα Θαργηλιώνος και κατά την οποία γινόταν κάθαρση του παλιού ξοάνου ή πέπλου της Αθηνάς, ή, κατ' άλλους, γιορτή προς τιμήν της Αγραύλου, κόρης του Κέκροπος, ιέρειας της Αθηνάς, στης οποίας το ιερό έδιναν οι έφηβοι τον ὁρκο πίστεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θερμαν-τήριος)].

Greek Monotonic

πλυντήριος: -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο πλύσιμο· πλυντήρια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή στην Αθήνα, κατά την οποία έπλεναν τα ρούχα του αγάλματος της Αθηνάς, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

πλυντήριος, ον,
of or for washing: Πλυντήρια (sc. ἱερά), τά, a festival at Athens, in which the clothes of Athena's statue were washed, Xen., etc.