ξηροβατικός: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksirovatikos | |Transliteration C=ksirovatikos | ||
|Beta Code=chrobatiko/s | |Beta Code=chrobatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[walking on dry ground]], of land-animals, opp. | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[walking on dry ground]], of land-animals, opp. [[ἔνυδρος]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>264d</span> ; of birds, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>559a20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:55, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A walking on dry ground, of land-animals, opp. ἔνυδρος, Pl.Plt.264d ; of birds, Arist.HA559a20.
German (Pape)
[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen gehend, Ggstz ἔνυδρος, Plat. Polit. 264 d. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ξηροβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ περιπατῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῶν χερσαίων ζῴων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνυδρος, Πλάτ. Πολιτ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ξηροβατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικά
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνών
αρχ.
(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -βατικός (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. υγρο-βατικός. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως επιστημονικός όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο].
Russian (Dvoretsky)
ξηροβᾰτικός: ходящий по сухой почве (ὄρνιθες Arst.).