περικαίω: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikaio | |Transliteration C=perikaio | ||
|Beta Code=perikai/w | |Beta Code=perikai/w | ||
|Definition=Att. περικάω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[scorch]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.3.8</span>, <span class="bibl">Str.17.1.27</span>, etc. :— Pass., [[ | |Definition=Att. περικάω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[scorch]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.3.8</span>, <span class="bibl">Str.17.1.27</span>, etc. :— Pass., to [[be scorched]], <span class="bibl">Hdt.4.69</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>74</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[inflame]], [[excite]], τῆς φιλοτεκνίας περιέκαιεν ἐκείνη φύσις <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>16.3</span> :—Pass., <span class="bibl">And.2.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:55, 2 July 2020
English (LSJ)
Att. περικάω,
A scorch, Thphr.CP2.3.8, Str.17.1.27, etc. :— Pass., to be scorched, Hdt.4.69, Thphr.Ign.74. II metaph., inflame, excite, τῆς φιλοτεκνίας περιέκαιεν ἐκείνη φύσις LXX 4 Ma.16.3 :—Pass., And.2.2.
German (Pape)
[Seite 578] (s. καίω), att. περικάω, rings umher anzünden, verbrennen; π ερικεκαυμένοι, Her. 4, 69; übertr., δεινῶς οὕτω περικαίονται, Andoc. 2, 2; Theophr. u. Sp., wie Plut. Fab. 6.
Greek (Liddell-Scott)
περικαίω: Ἀττ. -κάω, μέλλ. -καύσω, καίω ὁλόγυρα, κατακαίω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8· περικαίων τὰ ἱερὰ Στράβ. 805, κτλ.· ― Παθ., φλέγομαι ὁλόγυρα, Ἡρόδ. 4. 69· μεταφορ., εἶμαι φλογισμένος, ἐξεγείρομαι, Ἀνδοκ. 20. 1· φλέγομαι ἐξ ἀγάπης πρός τινα, τινος Ἰω. Χρυσ.
French (Bailly abrégé)
f. περικαύσω, ao. περιέκηα;
brûler tout autour, consumer entièrement.
Étymologie: περί, καίω.
Greek Monolingual
ΝΑ, και περικαίγω Ν, και αττ. τ. περικάω Α
καίω κάτι ολόγυρα, καψαλίζω τσουρουφλίζω
αρχ.
1. μτφ. φλογίζω, εξεγείρω, εξερεθίζω
2. παθ. περικαίομαι
α) φλέγομαι ολόγυρα, από όλα τα μέρη, καψαλίζομαι γύρω γύρω
β) φλέγομαι από αγάπη για κάποιον.
Greek Monotonic
περικαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, καίω ολόγυρα — Παθ., είμαι φλογισμένος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περικαίω:
1) обжигать кругом, опалять (τὴν κόμην Plut.): περικεκαυμένος Her. обожженный, покрытый ожогами;
2) сжигать (τὰ θνητὰ τοῦ σώματος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-καίω Ion. voor περικάω.
Middle Liddell
attic -κάω fut. -καύσω
to burn round about: — Pass. to be all scorched, Hdt.