ποικιλτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικιλτικός''': -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ποικίλλειν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 34· ― ἡ ποικιλιτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ [[ποικιλία]], [[αὐτόθι]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2.
|lstext='''ποικιλτικός''': -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ποικίλλειν, Πολυδ. Ζ΄, 34· ― ἡ ποικιλιτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ [[ποικιλία]], [[αὐτόθι]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποικιλτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποικιλτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην [[τέχνη]] του ποικιλτή, στη [[διακόσμηση]] υφασμάτων [[κυρίως]] με κεντήματα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποικιλτική</i><br />(με ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] του ποικιλτή, της διακόσμησης υφασμάτων [[κυρίως]] με κεντήματα, η κεντητική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ποικιλτικός]] [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[περιγραφικός]] [[χαρακτηρισμός]] ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ορισμένοι ακανόνιστα διεσπαρμένοι και με διαφορετικούς προσανατολισμούς κρύσταλλοι ενός ορυκτού εγκλείονται [[μέσα]] σε μεγαλύτερους κρυστάλλους ενός άλλου ορυκτού, το οποίο αποκτά διάστικτη και ποικιλόχρωμη [[εμφάνιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]] στο [[ποίκιλμα]], στη [[διακόσμηση]] υφάσματος [[κυρίως]] με κεντήματα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποικιλτικά</i><br />κεντημένα υφάσματα, αλλ. ποικιλτά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποικιλτικῶς</i> Α<br />με ποικιλτικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[ποικιλτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποικιλτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην [[τέχνη]] του ποικιλτή, στη [[διακόσμηση]] υφασμάτων [[κυρίως]] με κεντήματα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποικιλτική</i><br />(με ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] του ποικιλτή, της διακόσμησης υφασμάτων [[κυρίως]] με κεντήματα, η κεντητική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ποικιλτικός]] [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[περιγραφικός]] [[χαρακτηρισμός]] ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ορισμένοι ακανόνιστα διεσπαρμένοι και με διαφορετικούς προσανατολισμούς κρύσταλλοι ενός ορυκτού εγκλείονται [[μέσα]] σε μεγαλύτερους κρυστάλλους ενός άλλου ορυκτού, το οποίο αποκτά διάστικτη και ποικιλόχρωμη [[εμφάνιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]] στο [[ποίκιλμα]], στη [[διακόσμηση]] υφάσματος [[κυρίως]] με κεντήματα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποικιλτικά</i><br />κεντημένα υφάσματα, αλλ. ποικιλτά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποικιλτικῶς</i> Α<br />με ποικιλτικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 20:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλτικός Medium diacritics: ποικιλτικός Low diacritics: ποικιλτικός Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poikiltikós Transliteration B: poikiltikos Transliteration C: poikiltikos Beta Code: poikiltiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilful in embroidery, Poll.7.34: ἡ -κή (with or without τέχνη) embroidery, ibid., D.H.Comp.2, Ph.1.652, Vett.Val.3.21; π. ἐπιστήμη LXXJb.38.36; ποικιλτικά, v.l. for ποικιλτά, ib.Ex.37.21 (38.23).

German (Pape)

[Seite 651] zum Sticker, zum Sticken gehörig, dazu geschickt; ἡ ποικιλτική, sc. τέχνη, Stickerkunft, Stickerei, Sp., wie D. Hal. C. V. 3 E. – Adv., Poll. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτικός: -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ποικίλλειν, Πολυδ. Ζ΄, 34· ― ἡ ποικιλιτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ὡς τὸ ποικιλία, αὐτόθι, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποικιλτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποικιλτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην τέχνη του ποικιλτή, στη διακόσμηση υφασμάτων κυρίως με κεντήματα
2. το θηλ. ως ουσ. η ποικιλτική
(με ή χωρίς τη λέξη τέχνη) η τέχνη του ποικιλτή, της διακόσμησης υφασμάτων κυρίως με κεντήματα, η κεντητική
νεοελλ.
φρ. «ποικιλτικός ιστός»
(πετρογρ.) περιγραφικός χαρακτηρισμός ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ορισμένοι ακανόνιστα διεσπαρμένοι και με διαφορετικούς προσανατολισμούς κρύσταλλοι ενός ορυκτού εγκλείονται μέσα σε μεγαλύτερους κρυστάλλους ενός άλλου ορυκτού, το οποίο αποκτά διάστικτη και ποικιλόχρωμη εμφάνιση
αρχ.
1. έμπειρος, επιδέξιος στο ποίκιλμα, στη διακόσμηση υφάσματος κυρίως με κεντήματα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποικιλτικά
κεντημένα υφάσματα, αλλ. ποικιλτά.
επίρρ...
ποικιλτικῶς Α
με ποικιλτικό τρόπο.