φρικτός: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=friktos | |Transliteration C=friktos | ||
|Beta Code=frikto/s | |Beta Code=frikto/s | ||
|Definition=ή, όν, (φρίσσω) (misspelt <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> φικτρός <span class="title">PMag.Osl.</span>1.261), | |Definition=ή, όν, (φρίσσω) (misspelt <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> φικτρός <span class="title">PMag.Osl.</span>1.261), [[to be shuddered at]], [[awful]], θεῆς ἴδες ἱερὰ φρικτῆς <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.6</span>, cf. <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span> 14.6</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>49</span>, <span class="title">APl.</span>4.110 (Philostr.), <span class="title">AP</span>9.524.22, Zos.Alch.p.117 B., <span class="title">PMasp.</span>97 ii 51 (vi A. D.); [<b class="b3">θεοί</b>] prob. in Phld.<span class="title">D.</span>1.17: Comp. -ότερος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>10</span>: Sup. -ότατος <span class="bibl">Ath.10.440e</span>. Adv. -τῶς <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>6.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[bristling with spears]], ἀνδρῶν ὄχλος <span class="bibl">Ezek.<span class="title">Exag.</span>197</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν, (φρίσσω) (misspelt
A φικτρός PMag.Osl.1.261), to be shuddered at, awful, θεῆς ἴδες ἱερὰ φρικτῆς Call.Aet.3.1.6, cf. Orph.H. 14.6, Plu.Cic.49, APl.4.110 (Philostr.), AP9.524.22, Zos.Alch.p.117 B., PMasp.97 ii 51 (vi A. D.); [θεοί] prob. in Phld.D.1.17: Comp. -ότερος Plu.Num.10: Sup. -ότατος Ath.10.440e. Adv. -τῶς LXX Wi.6.5. II bristling with spears, ἀνδρῶν ὄχλος Ezek.Exag.197.
German (Pape)
[Seite 1306] adj. verb. von φρίσσω, schauderhaft, schrecklich; φρικτὸν σέλας ἱεὶς γλήναις Archi. 12 (XV, 51); τάφος Philp. 83 (VII, 405). Auch Bac. chus heißt so in einem Hymn. (IX, 524).
Greek (Liddell-Scott)
φρικτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φρίσσω, ὁ προξενῶν φρίκην, φρικώδης, φοβερός, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 6, Πλουτ. Κικ. 49, καὶ συχν. ἐν τῇ Ἀνθολογίᾳ συγκρ. -ότερος, Πλουτ. Νουμ. 10· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀθήν. 440Ε. ― Ἐπίρρ. τῶς, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui fait frissonner, effrayant, terrible;
Cp. φρικτότερος.
Étymologie: φρίσσω.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / φρικτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν φρίσσω
1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός
2. ειδεχθής, απαίσιος
μσν.
αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον», Μηναί.).
επίρρ...
φρικτώς / φρικτῶς, ΝΜΑ, και φρικτά και φριχτά Ν
κατά τρόπο φρικτό
μσν.
κατά τρόπο καταπληκτικό («καὶ ῥήγνυται φρικτῶς ναοῦ σου τὸ καταπέτασμα», Μηναί.).
Greek Monotonic
φρικτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φρίσσω, αυτός που προξενεί φρίκη, φρικτός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φρικτός: [adj. verb. к φρίσσω Plut., Anth. = φρικώδης.
Middle Liddell
φρικτός, ή, όν verb. adj. of φρίσσω
to be shuddered at, horrible, Plut.