ἀπροβούλευτος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπροβούλευτος''': -ον, μὴ σχεδιασθείς ἐκ τῶν προτέρων, μὴ προμελετηθείς, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. 5. 8, 5· [[ἀδολεσχία]] ἐστὶ [[διήγησις]] λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων Θεοφρ. Χαρ. 3. 2) μὴ ὑποβληθείς εἰς τὴν βουλήν, Δημ. 594. 23, Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. ς΄, 144· ἴδε Ἑρμάνν. Πολ. Ἀρχ. 125. 8. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ἄνευ]] προμελέτης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2· [[ἀπερίσκεπτος]], Κέβητος Πίναξ 8: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 867Α. Β· ἀπρ. τοῦ ἀποκτεῖναι…, χωρὶς νὰ ἔχῃ σκοπὸν νά…, [[αὐτόθι]] 866Β.
|lstext='''ἀπροβούλευτος''': -ον, μὴ σχεδιασθείς ἐκ τῶν προτέρων, μὴ προμελετηθείς, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. 5. 8, 5· [[ἀδολεσχία]] ἐστὶ [[διήγησις]] λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων Θεοφρ. Χαρ. 3. 2) μὴ ὑποβληθείς εἰς τὴν βουλήν, Δημ. 594. 23, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. ς΄, 144· ἴδε Ἑρμάνν. Πολ. Ἀρχ. 125. 8. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ἄνευ]] προμελέτης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2· [[ἀπερίσκεπτος]], Κέβητος Πίναξ 8: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 867Α. Β· ἀπρ. τοῦ ἀποκτεῖναι…, χωρὶς νὰ ἔχῃ σκοπὸν νά…, [[αὐτόθι]] 866Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροβούλευτος Medium diacritics: ἀπροβούλευτος Low diacritics: απροβούλευτος Capitals: ΑΠΡΟΒΟΥΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: aproboúleutos Transliteration B: aprobouleutos Transliteration C: aprovoyleftos Beta Code: a)probou/leutos

English (LSJ)

ον,

   A unpremeditated, Arist.EN1135b11; λόγοι Thphr. Char.3.1; not deliberated upon, D.H.4.72, J.BJ3.5.6.    2 not submitted to the βουλή, D.22.5, Hyp.Fr.231, Plu.Sol.19; of the Roman Senate, App.BC1.59.    II Act., without forethought or premeditation, Arist.EN1151a3, Ceb.8. Adv. -τως Pl.Lg.867a, 867b; ἀ. τοῦ ἀποκτεῖναι without purpose of .., ib.866e.

German (Pape)

[Seite 338] nicht vorbedacht, nicht überlegt, unabsichtlich, Arist. Eth. 5, 8; – adv., ἀποκτεῖναι Plat. Legg. IX, 866 e. – Bei Dem. 22, 5 was nicht vorher vom Senat durch ein προβούλευμα gebilligt ist; vgl. Plut. Sol. 19; Dion. Hal. 4, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροβούλευτος: -ον, μὴ σχεδιασθείς ἐκ τῶν προτέρων, μὴ προμελετηθείς, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. 5. 8, 5· ἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων Θεοφρ. Χαρ. 3. 2) μὴ ὑποβληθείς εἰς τὴν βουλήν, Δημ. 594. 23, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. ς΄, 144· ἴδε Ἑρμάνν. Πολ. Ἀρχ. 125. 8. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἄνευ προμελέτης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2· ἀπερίσκεπτος, Κέβητος Πίναξ 8: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 867Α. Β· ἀπρ. τοῦ ἀποκτεῖναι…, χωρὶς νὰ ἔχῃ σκοπὸν νά…, αὐτόθι 866Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non prémédité, irréfléchi;
2 non précédé d’une délibération devant le Conseil;
II. imprévoyant, irréfléchi.
Étymologie: ἀ, προβουλεύομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I de cosas
1 que no ha sido deliberado previamente ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Arist.EN 1135b11
que no tiene reflexión previa λόγος Thphr.Char.3.1, ἀφεῖσθαι ... ἀπροβούλευτον dejar sin considerar D.H.4.72, cf. I.BI 3.98.
2 que no se ha sometido a la deliberación de la βουλή (ψήφισμα) D.22.5, ἔταξε ... μηδὲν ἐᾶν ἀπροβούλευτον εἰς ἐκκλησίαν εἰσφέρεσθαι Plu.Sol.19, cf. Hyp.Fr.231, del senado romano, App.BC 1.59.
II de pers. que obra sin deliberación previa Arist.EN 1151a3, Ceb.8.
III adv. -ως sin deliberar ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος ἀ. Pl.Lg.867a, cf. 867b, Aristox.Fr.41, ἀ. τοῦ ἀποκτεῖναι sin intención de matar Pl.Lg.866e.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπροβούλευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει προμελετηθεί, ο απροσχεδίαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη βουλή
2. ο χωρίς προμελέτη, απερίσκεπτος.

Greek Monotonic

ἀπροβούλευτος: -ον (προβουλεύω),
I. 1. αυτός που δεν έχει προσχεδιασθεί, δεν έχει προαποφασισθεί, δεν έχει προμελετηθεί, σε Αριστ.
2. αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη βουλήν, σε Δημ.
II. Ενεργ., αυτός που ενεργεί χωρίς προμελέτη, σε Αριστ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροβούλευτος:
1) действующий необдуманно, непреднамеренно Arst.;
2) не обдуманный заранее, непроизвольный Arst.;
3) не подвергшийся предварительному рассмотрению в βουλή (см.) Dem., Plut.

Middle Liddell

προβουλεύω
I. not planned beforehand, unpremeditated, Arist.
2. not submitted to the βουλή, Dem.
II. act. without forethought, Arist.:—adv. -τως, Plat.