κάδδιχος: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaddichos | |Transliteration C=kaddichos | ||
|Beta Code=ka/ddixos | |Beta Code=ka/ddixos | ||
|Definition=ὁ, (κάδος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[jar]], κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>12</span>: hence, [[voting-urn]], whence κεκαδδίχθαι, [[ | |Definition=ὁ, (κάδος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[jar]], κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>12</span>: hence, [[voting-urn]], whence κεκαδδίχθαι, to [[be rejected on a vote]], ibid.; also, a [[measure]],= <b class="b3">ἡμίεκτον</b>, Hsch., cf. <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.52, <span class="title">IG</span>5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):— Lacon. καδίκορ, Hsch. s.v. [[ἐνδεκαδίκορ]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:15, 4 July 2020
English (LSJ)
ὁ, (κάδος)
A jar, κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Plu.Lyc.12: hence, voting-urn, whence κεκαδδίχθαι, to be rejected on a vote, ibid.; also, a measure,= ἡμίεκτον, Hsch., cf. Tab.Heracl.1.52, IG5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):— Lacon. καδίκορ, Hsch. s.v. ἐνδεκαδίκορ.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, ein Getreidemaaß von vier χοίνικες, auch heiliges Opferbrot, Hesych. S. καδδίζω.
Greek (Liddell-Scott)
κάδδῐχος: ὁ, Σικελικόν τι μέτρον, ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ ἡμίεκτον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 53 (ἴδε Franz σ. 707). - Παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Λυκ. 12, = κάδος ΙΙ, «κάδδιχος (κάδος Κοραῆς) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσιν».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. κάδος.
Greek Monolingual
κάδδιχος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα
2. κάλπη
3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον
β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-δδ-) και επίθημα -ιχος (πρβλ. οσσ-ίχος)].
Russian (Dvoretsky)
κάδδιχος: ὁ каддих (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что ἡμίεκτον) (Plut. - v. l. κάδδος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] kaddichos, stemurn.