κυμινοπρίστης: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyminopristis | |Transliteration C=kyminopristis | ||
|Beta Code=kuminopri/sths | |Beta Code=kuminopri/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, (πρίω) <span class="sense" | |Definition=ου, ὁ, (πρίω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[cummin-splitter]], i.e. [[skinflint]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1121b27</span>, <span class="bibl">Posidipp.26.12</span>: as Adj., κ. ὁ τρόπος ἐστί σον <span class="bibl">Alex. 251</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:10, 11 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (πρίω) A cummin-splitter, i.e. skinflint, Arist. EN1121b27, Posidipp.26.12: as Adj., κ. ὁ τρόπος ἐστί σον Alex. 251.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ, (πρίω) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ κύμινον, δηλ. ἄνθρωπος εἰς ἄκρον φειδωλός, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui scie un grain de cumin, càd ladre, avare;
2 qui consiste à scier un grain de cumin, càd qui est le fait d’un avare.
Étymologie: κύμινον, πρίω.
Greek Monolingual
κυμινοπρίστης, ὁ (Α)
1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο
2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος («κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)].
Greek Monotonic
κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ (πρίω), αυτός που διασπά το κύμινο, δηλ. φειδωλός, τσιγγουνής, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
κῠμῑνοπρίστης: ου ὁ разрезающий (даже) зернышко тмина, т. е. скупой, скряга Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμινοπρίστης -ου, ὁ [κύμινον, πρίω] komijnsnijder (d.w.z. vrek).
Middle Liddell
κῠμῑνο-πρίστης, ου, πρίω
a cummin-splitter, i. e. a skinflint, niggard, Arist.