ὀλιγότης: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγότης''': -ητος, ἀντίθετ. τῷ [[πλῆθος]] ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις. 1) τὸ νὰ εἶναί τι ὀλίγον, Πλάτ. Νόμ. 678C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 8, κ. ἀλλ.· [[ὀλιγότης]] ἀρχόντων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 8, 4. 2) [[σμικρότης]], [[σπάνις]], Πλάτ. Πολ. 591Ε, Νόμ. 745D. 3) ἐπὶ χρόνου, [[βραχύτης]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D. 3) [[ἀδυναμία]], περὶ τοῦ ὀλίγα ὑπ’ ἀσθενείας λέγοντος, | |lstext='''ὀλῐγότης''': -ητος, ἀντίθετ. τῷ [[πλῆθος]] ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις. 1) τὸ νὰ εἶναί τι ὀλίγον, Πλάτ. Νόμ. 678C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 8, κ. ἀλλ.· [[ὀλιγότης]] ἀρχόντων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 8, 4. 2) [[σμικρότης]], [[σπάνις]], Πλάτ. Πολ. 591Ε, Νόμ. 745D. 3) ἐπὶ χρόνου, [[βραχύτης]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D. 3) [[ἀδυναμία]], περὶ τοῦ ὀλίγα ὑπ’ ἀσθενείας λέγοντος, Πολυδ. Ϛ΄, 145. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ητος, ἡ, opp. πλῆθος in all senses : 1 fewness, Pl.Lg.678c, Arist.Metaph.984a10,al., LXXPs.101(102).23, Plu.Alex.20 ; fewness of rulers, Arist.Pol.1279b27. 2 smallness, scantiness, Pl.R.591e, Lg.745d ; of food, Epicur.Fr.456. 3 of Time, shortness, Pl.Tht.158d. 4 feebleness of voice, Poll.6.145.
German (Pape)
[Seite 322] ητος, ἡ, Wenigkeit, Ggstz von πλῆθος; Plat. Theaet. 158 d u. öfter, sowohl οὐσίας, als χρόνου; geringe Anzahl von Menschen, Legg. III, 678 c; Theophr. u. Sp.; auch = Kleinheit und übh. Geringfügigkeit.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγότης: -ητος, ἀντίθετ. τῷ πλῆθος ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις. 1) τὸ νὰ εἶναί τι ὀλίγον, Πλάτ. Νόμ. 678C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 8, κ. ἀλλ.· ὀλιγότης ἀρχόντων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 8, 4. 2) σμικρότης, σπάνις, Πλάτ. Πολ. 591Ε, Νόμ. 745D. 3) ἐπὶ χρόνου, βραχύτης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D. 3) ἀδυναμία, περὶ τοῦ ὀλίγα ὑπ’ ἀσθενείας λέγοντος, Πολυδ. Ϛ΄, 145.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
petitesse.
Étymologie: ὀλίγος.
Greek Monotonic
ὀλῐγότης: -ητος, ἡ (ὀλίγος),·
I. λέγεται για αριθμό, το να είναι κάτι λιγοστό, σε Πλάτ.
II. λέγεται για ποσότητα, έλλειψη, σπανιότητα· χρησιμ. για χρόνο, βραχύτητα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγότης: ητος ἡ
1) небольшое число, немногочисленность (ὀλιγότητι πλῆθος ἀντίκειται Arst.);
2) краткость, непродолжительность (χρόνου Plat.);
3) малые размеры, недостаточность, скудость (οὐσίας Plat.).
Middle Liddell
ὀλῐγότης, ητος, ἡ, ὀλίγος
I. of Number, fewness, Plat.
II. of Amount, smallness, scantiness:—of Time, shortness, Plat.