ἄφοβος: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afovos | |Transliteration C=afovos | ||
|Beta Code=a)/fobos | |Beta Code=a)/fobos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[without fear]], and so: </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> [[fearless]], [[intrepid]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>5(4).40</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1325</span>, etc.; <b class="b3">πρὸς ἐρημίαν, περὶ τοῦ μέλλοντος</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>16</span>, <span class="bibl"><span class="title">Galb.</span>23</span>: c. gen., [[having no fear of]], τῶν ἀρχόντων <span class="bibl">D.Chr.2.52</span>; <b class="b3">τὸ ἄφοβον</b>, = [[ἀφοβία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>197b</span>. Adv. -βως <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>7.10</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 682c</span>, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>24.74</span>(ii B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[causing no fear]], [[free from fear]], A. <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>902</span>; λόγος οὐκ ἄ. εἰπεῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>797a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b3">ἄ. θῆρες</b>, in <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>366</span>, is an oxymoron, beasts [[which fear not men]] or [[which no one fears]], [[tame]] beasts, [[cattle]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:42, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A without fear, and so: 1 fearless, intrepid, Pi.I.5(4).40, S.OC1325, etc.; πρὸς ἐρημίαν, περὶ τοῦ μέλλοντος, Plu.Lyc.16, Galb.23: c. gen., having no fear of, τῶν ἀρχόντων D.Chr.2.52; τὸ ἄφοβον, = ἀφοβία, Pl.La.197b. Adv. -βως X.Hier.7.10, Pl.Lg. 682c, PTeb.24.74(ii B. C.). 2 causing no fear, free from fear, A. Pr.902; λόγος οὐκ ἄ. εἰπεῖν Pl.Lg.797a. 3 ἄ. θῆρες, in S.Aj.366, is an oxymoron, beasts which fear not men or which no one fears, tame beasts, cattle.
German (Pape)
[Seite 413] 1) furchtlos, unerschrocken, Pind. I. 4, 41;Plat. u. sonst oft, τὸ ἄφοβον καὶ τὸ ἀνδρεῖον οὐ ταὐτόν Lach. 197 b. – 2) nicht Furcht einflößend, nicht fürchterlich, θῆρες Soph. Ai. 358, von Schaafen; γάμος, Aesch. Prom. 904.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφοβος: -ον, ὁ ἄνευ φόβου, ἑπομένως: 1) ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος, ἀπτόητος, Πινδ. Ι. 5 (4). 50, Σοφ. Ο. Κ. 1325, κτλ.· πρός τι, περί τινος Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, Γάλβ. 23· τινος Δίων Χρυσ. 1. 90· τὸ ἄφοβον = ἀφοβία, Πλάτ. Λάχ. 197Β. - Ἐπίρρ. -βως Ξεν. Ἱέρ. 7. 10, κτλ. 2) μὴ ἐμποιῶν φόβον, οὐχὶ φοβερός, Αἰσχύλ. Πρ. 902· λόγος οὐκ ἄφ. εἰπεῖν Πλάτ. Νόμ. 797Α. 3) ἄφοβοι θῆρες ἐν Σοφ. Αἴ. 366, εἶναι ὀξύμωρον, θηρία τὰ ὁποῖα δὲν φοβοῦνται τοὺς ἀνθρώπους ἢ τὰ ὁποῖα οὐδεὶς φοβεῖται, ἥμερα θηρία ἢ κτήνη.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans crainte, intrépide ; τὸ ἄφοβον l’intrépidité;
2 qui n’inspire pas de crainte.
Étymologie: ἀ, φόβος.
English (Slater)
ἄφοβος
1 fearless ἄφοβον Μέμνονα (I. 5.40)
Spanish (DGE)
-ον
I 1intrépido, valeroso, sin miedo de pers. o grupos στράταρχος Pi.I.5.40, ἄφοβος ἔφυ A.Pr.902, στρατός S.OC 1325, χορός E.Ph.236, ἄ. ἔχε E.Or.1273, ἄφοβοι εἰς τοὺς ἀφόβους Gorg.B 6, ἄφοβον (ἑαυτὸν) δεικνύς X.Cyr.6.4.20, ἀφόβους διεφύλαττεν LXX Sap.17.4, de abstr. φρήν Ar.Au.1376
•que no teme a c. gen. ἄφοβοι τῶν σφετέρων ἀρχόντων D.Chr.2.52, οὐκ ἄφοβοι ἦσαν τοῦ σχήματος Philostr.VA 5.9
•c. πρός y ac. τὰ βρέφη ... πρὸς ἐρημίαν ἄφοβα Plu.Lyc.16.
2 no atemorizante ἐν ἀφόβοις ... θηρσί S.Ai.366, λόγος οὐκ ἄ. εἰπεῖν Pl.Lg.797a, cf. Cleanth.Fr.Poet.3.5.
II adv. -ως sin temor, intrépidamente ἀ. ... τὸν βίον διάγοντα X.Hier.7.10, ἀ. πάντων χρωμένων τῇ θαλάττῃ Pl.Lg.682c, ἀ. ἔχειν Pl.Hp.Mi.364a, ὁ δ' ἀνδρεῖος πρὸς ταῦτ' ἔχει ἀ. Arist.EE 1228b26, cf. PTeb.24.74 (II a.C.), mág. en PHarris 55.21.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM άφοβος, -ον)
αυτός που δεν φοβάται
νεοελλ.
επίρρ. άφοβα
χωρίς φόβο, με θάρρος
(αρχ.μσν.)
1. αυτός που δεν προκαλεί φόβο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφοβον
η τόλμη
μσν.
όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, ο εξασφαλισμένος.
Greek Monotonic
ἄφοβος: -ον, αυτός που δεν έχει φόβο,
1. άφοβος, ατρόμητος, απτόητος, σε Πίνδ., Σοφ.· επίρρ. -βως, σε Ξεν.
2. αυτός που δεν προκαλεί φόβο, ελεύθερος από φόβο, σε Αισχύλ.
3. ἄφοβοι θῆρες, τα ζώα που κανείς δεν φοβάται, δηλ. βόδια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄφοβος:
1) не боящийся, бесстрашный, неустрашимый (Pind., Soph., Eur., Xen., Plat.; πρός τι и περί τινος Plut.);
2) нестрашный, неопасный (ὅμαλος γάμος Aesch.; θῆρες Soph.).
Middle Liddell
without fear:
1. fearless, intrepid, dauntless, Pind., Soph.:—adv. -βως, Xen.
2. causing no fear, free from fear, Aesch.
3. ἄφοβοι θῆρες beasts which no one fears, i. e. cattle, Soph.