εὐχαίτης: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efchaitis | |Transliteration C=efchaitis | ||
|Beta Code=eu)xai/ths | |Beta Code=eu)xai/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with beautiful hair]], Γανυμήδης <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>53</span>; epith. of Hades, <span class="title">Ath.Mitt.</span>24.257 (Thrace); ofhorses, [[with beautiful mane]], <span class="bibl">Poll. 5.83</span>; of plants, [[with beautiful leaves]], λωτός <span class="title">AP</span>4.1.51 (Mel.); | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with beautiful hair]], Γανυμήδης <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>53</span>; epith. of Hades, <span class="title">Ath.Mitt.</span>24.257 (Thrace); ofhorses, [[with beautiful mane]], <span class="bibl">Poll. 5.83</span>; of plants, [[with beautiful leaves]], λωτός <span class="title">AP</span>4.1.51 (Mel.); [[κισσός]] ib.<span class="bibl">9.669</span> (Marian.): also εὔχαιτος, ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 8 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with beautiful hair, Γανυμήδης Call.Epigr.53; epith. of Hades, Ath.Mitt.24.257 (Thrace); ofhorses, with beautiful mane, Poll. 5.83; of plants, with beautiful leaves, λωτός AP4.1.51 (Mel.); κισσός ib.9.669 (Marian.): also εὔχαιτος, ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60.
German (Pape)
[Seite 1108] ὁ, mit schönem, langem Haare, Ganymedes, Callim. 9, 56; Dionysus, Gaetul. 9 (IX, 409), wie Himer. or. 21, 8 u. Hymn. in Dion. (IX, 524); auch κισσός, Marian. Schol. 3 (IX, 669), schönrankig, wie λωτός, schönlaubig, Mel. 1, 51 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
εὐχαίτης: -ου, ὁ ἔχων ὡραίαν κόμην, Καλλ. Ἐπιγράμ. 56· ἔχων ὡραίαν χαίτην, Πολυδ. Ε΄, 83· ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 51., 9. 669.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 à la belle ou épaisse chevelure;
2 au feuillage touffu ; boisé.
Étymologie: εὖ, χαίτη.
Greek Monolingual
εὐχαίτης, ὁ (Α)
1. (για άλογα) αυτός που έχει ωραία χαίτη
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», Καλλ.)
3. ως επίθ. του Διονύσου και του Άδη
4. συνεκδ. (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα, ο βαθύσκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαίτη.
Greek Monotonic
εὐχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά· λέγεται για δέντρα, ωραιόφυλλος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐχαίτης: ου adj.
1) с пышными кудрями (Διόνυσος Anth.);
2) с густой листвой (κισσός Anth.).
Middle Liddell
εὐ-χαίτης, ου, χαίτη
with beautiful hair: of trees, with beautiful leaves, Anth.