ἔνθερμος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enthermos | |Transliteration C=enthermos | ||
|Beta Code=e)/nqermos | |Beta Code=e)/nqermos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[hot]], φύσις <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.4.13</span>; αἷμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>898a6</span>; πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.ib.3.251; Αιβύη Plu.2.951f. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., [[passionate]], [[μειράκιον]] prob. in <span class="title">Com.Adesp.</span>24.10D.; [[hot]], [[fervid]], διάνοια <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span>806b26</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.605</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:44, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A hot, φύσις Hp.Epid.6.4.13; αἷμα Arist.Pr.898a6; πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.ib.3.251; Αιβύη Plu.2.951f. 2 metaph., passionate, μειράκιον prob. in Com.Adesp.24.10D.; hot, fervid, διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, al.
German (Pape)
[Seite 842] erwärmt, warm, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθερμος: -ον, θερμός, ζεστός, Ἱππ. 1180Ε, Πλούτ. 2. 951Ε. 2) μεταφ., πλήρης θερμότητος, θερμουργός, διάνοια Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 9, πρβλ. 3, 14: - Ἐπίρρ. ἐνθέρμως, Εὐστ. Πονημ. 4. 28, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 101D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très chaud.
Étymologie: ἐν, θερμός.
Spanish (DGE)
-ον
I 1medic. y fil. que encierra calor, constitutiva o naturalmente cálido, caliente φύσις Hp.Epid.6.4.13, 18, φλέβιον Hp.Epid.6.6.1, αἷμα Arist.Pr.898a6, ὁ ἐμψυχρότερος ἐν ψυχρῇ χώρῃ ... ἐνθερμότερος ἔσται el que es de naturaleza más bien fría estará más caliente en un lugar frío Hp.Epid.6.6.2, cf. 6.5.15, πυροὶ καὶ κριθαὶ νοτερὰ ἐόντα ... ἐνθερμότερά ἐστιν ἢ εἰ ξηρὰ εἴη Hp.Nat.Puer.24, en las teorías estoicas del alma πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.Stoic.3.251, ψυχή Plu.2.432e, del fuego, Ph.1.462.
2 caluroso, cálido climáticamente Λιβύη Plu.2.951e, χωρία Plu.2.701a, ἡμέραι Gp.8.23.1.
3 fig. ardiente, ardoroso, apasionado διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, λόγος Ph.1.144, en el amor μειράκιον Com.Adesp.1006.9 (cj.), en la guerra, de los nacidos bajo el signo de Ares, Vett.Val.16.33
•neutr. subst. τὸ ἔ. ardor, apasionamiento τῆς ἐπιθυμίας Gr.Nyss.Beat.117.14, τῆς ἀγάπης Nil.in Cant.81.1.
II adv. -ως con ardor guerrero, Eust.593.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνθερμος, -ον)
1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής
2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος
3. εμπαθής, παράφορος.
επίρρ...
ενθέρμως
θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος.
Russian (Dvoretsky)
ἔνθερμος:
1) горячий, теплый (αἷμα Arst.);
2) жаркий (χωρία Plut.);
3) пламенный, пылкий (διάνοια Arst.).