ὠνητός: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onitos | |Transliteration C=onitos | ||
|Beta Code=w)nhto/s | |Beta Code=w)nhto/s | ||
|Definition=ή, όν, also ός, όν, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>816</span>:—<span class="sense" | |Definition=ή, όν, also ός, όν, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>816</span>:—<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[bought]], of slaves, ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ <span class="bibl">Od.14.202</span>; δοῦλος οὐκ ὠνητὸς ἀλλ' οἴκοι τραφείς <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1123</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>365</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>841d</span>, etc.; opp. [[μίσθιος]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>16</span>: but <b class="b3">ὠνητὴ δύναμις</b> a [[mercenary]] force, opp. [[οἰκεία]], <span class="bibl">Th.1.121</span>; <b class="b3">ὠν. σῖτος</b>, opp. [[δωρητός]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>16</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> to [[be bought]], [[that may be bought]], ἐλπίς <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>816</span>; λόγοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>978</span>; βασιλεῖαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>544d</span>; ἀρχαί <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1273a36</span>; φιλίη <span class="title">APl.</span>4.80 (Agath.): c. gen. pretii, <b class="b3">δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή</b> not to [[be bought for]] money, <span class="bibl">Isoc.2.32</span>: but <b class="b3">ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή</b> [[with]] money, <span class="bibl">Th. 3.40</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:25, 13 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν, E.Hel.816:— A bought, of slaves, ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ Od.14.202; δοῦλος οὐκ ὠνητὸς ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT1123, cf. E.Hec.365, Pl.Lg.841d, etc.; opp. μίσθιος, Plu.Lyc.16: but ὠνητὴ δύναμις a mercenary force, opp. οἰκεία, Th.1.121; ὠν. σῖτος, opp. δωρητός, Plu.Cor.16. II to be bought, that may be bought, ἐλπίς E.Hel.816; λόγοι Id.Fr.978; βασιλεῖαι Pl.R.544d; ἀρχαί Arist.Pol.1273a36; φιλίη APl.4.80 (Agath.): c. gen. pretii, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή not to be bought for money, Isoc.2.32: but ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή with money, Th. 3.40.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Εὐρ. Ἑλ. 816·-ῥηματ. ἐπίθ., ἀγορασθείς, ἠγορασμένος, «ἀγοραστός», ἐμὲ δ’ ὠνητὴ τέκε μήτηρ Ὀδ. Ξ. 202· δοῦλος οὐκ ὠνητὸς ἀλλ’ οἴκοι τραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 1123, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 365, Πλάτ. Νόμ. 841D, κλπ.· ἀντίθετον τῷ μίσθιος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16.-ἀλλά, ὠνητὴ δύναμις, μισθοφορική, ἀντίθετον τῷ οἰκεία, Θουκ. 1. 121· ὠν. σῖτος, ἀντίθετον τῷ δωρητός, Πλουτ. Κοριολ. 16. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ, Λατ. venalis, ἐλπὶς Εὐρ. Ἑλ. 816· λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 968· βασιλεῖαι Πλάτ. Πολ. 544D· ἀρχαὶ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 10· φιλίη Ἀνθ. Πλαν. 80· μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή, ἥτις δὲν ἀγοράζεται διὰ χρημάτων, Ἰσοκρ. 21Β· ἀλλά, ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή, ἀγοραζομένη διὰ χρημάτων, Θουκ. 3. 40.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 acheté, acquis à prix d’argent : δύναμις ὠνητή THC armée mercenaire ; avec le gén. de prix : ὠνητὸς χρημάτων ISOCR acheté à prix d’argent;
2 qu’on peut acheter, vénal : ὠνητὸς χρήμασιν THC qu’on peut acheter pour de l’argent.
Étymologie: ὠνέομαι.
English (Autenrieth)
(ὠνέομαι): bought, ‘slavemother,’ Od. 14.202†.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὠνητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ὠνητός, -όν, Α ὠνοῡμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ωνητό αξίωμα» — οφίκιο, αξίωμα του οποίου η απόκτηση γινόταν μετά από καταβολή χρημάτων
αρχ.
1. αυτός που αποκτήθηκε με αγορά, αγοραστός
2. φρ. «ὠνητὴ δύναμις» — μισθοφορική δύναμη, μισθοφόροι στρατιώτες (Θουκ.).
Greek Monotonic
ὠνητός: -ή, -όν και -ός, -όν,
I. ρημ. επίθ., αγορασμένος, αγοραστός· λέγεται για δούλους, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ὠνητὴ δύναμις, μισθοφορική δύναμη αντίθ. προς το οἰκεία, σε Θουκ.
II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αγοράσει, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, Λατ. venalis· ἐλπίς, σε Ευρ.· με γεν. της τιμής, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή, η δόξα, η καλή φήμη δεν εξαγοράζεται με χρήματα, σε Ισοκρ.· αλλά, ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή, η ελπίδα αγοράζεται με χρήματα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὠνητός: 3, редко 2 [adj. verb. к ὠνέομαι
1) купленный (δοῦλος Soph., Eur.): ὠνητὴ μήτηρ Hom. мать-рабыня; ὠνητοὶ παιδαγωγοί Plut. педагоги из рабов; σῖτος ὠ. ἐξ Ἰταλίας Plut. закупленный в Италии хлеб;
2) наемный (δύναμις Thuc.);
3) покупающийся, продажный (βασιλεῖαι Plat.; ἀρχαί Arst.): (τῶν) χρημάτων ὠ. Isocr., Plut. покупающийся на деньги; ἐλπὶς ὠνητός Eur. и ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή Thuc. надежда на деньги (откупиться деньгами).
Middle Liddell
ὠνητός, ή, όν
I. bought, of slaves, Od., Soph., etc.; ὠνητὴ δύναμις a mercenary force, opp. to οἰκεία, Thuc.
II. to be bought, that may be bought, Lat. venalis, ἐλπίς Eur.; c. gen. pretii, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή not to be bought for money, Isocr.; but, χρήμασιν with money, Thuc.