καθιερώνω: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καθιερῶ, -όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[αφιερώνω]] [[κάτι]] σε θεό, το [[καθαγιάζω]], το [[καθορίζω]] ως [[ιερό]] («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] ή [[καθορίζω]] [[κάτι]] ως [[ιερό]], [[καθαγιάζω]], [[καθοσιώνω]]<br /><b>3.</b> [[θεσπίζω]] [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] νόμιμο και κοινώς παραδεκτό, [[επισημοποιώ]] («καθιερώθηκε η [[κατάργηση]] της προίκας»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καθιερώνομαι</i>, <i> | |mltxt=(AM καθιερῶ, -όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[αφιερώνω]] [[κάτι]] σε θεό, το [[καθαγιάζω]], το [[καθορίζω]] ως [[ιερό]] («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] ή [[καθορίζω]] [[κάτι]] ως [[ιερό]], [[καθαγιάζω]], [[καθοσιώνω]]<br /><b>3.</b> [[θεσπίζω]] [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] νόμιμο και κοινώς παραδεκτό, [[επισημοποιώ]] («καθιερώθηκε η [[κατάργηση]] της προίκας»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καθιερώνομαι</i>, <i>καθιεροῦμαι</i><br />[[γίνομαι]], κηρύσσομαι, ορίζομαι [[ιερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή [[ομάδα]]) [[θέτω]] [[κάτι]] ως κανόνα για τον εαυτό μου<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]] τη [[συνήθεια]] («καθιέρωσα έναν ωριαίο περίπατο [[κάθε]] [[μέρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[καθιερώνω]] ναό» — [[εγκαινιάζω]] ναό<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) <i>τα καθιερωμένα</i><br />οι [[κατά]] [[παράδοση]] συνήθειες, τα πατροπαράδοτα έθιμα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(η μτχ. ως επίθ.) <i>καθιερωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[αγιασμένος]]<br />β) [[συνηθισμένος]], αυτός που έχει επικρατήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>καθιεροῦμαι</i> (<b>για πρόσ.</b>) [[περιέρχομαι]] στην αποκλειστική [[εξουσία]] θεού ή θεών<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>oἱ καθιερωμένοι</i><br />οι ιερείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθιερώνω]] <span style="color: red;"><</span> [[καθιερώ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱερῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἱερός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:29, 24 October 2020
Greek Monolingual
(AM καθιερῶ, -όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, -όω)
1. αφιερώνω κάτι σε θεό, το καθαγιάζω, το καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.)
2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω
3. θεσπίζω κάτι, κάνω κάτι νόμιμο και κοινώς παραδεκτό, επισημοποιώ («καθιερώθηκε η κατάργηση της προίκας»)
4. παθ. καθιερώνομαι, καθιεροῦμαι
γίνομαι, κηρύσσομαι, ορίζομαι ιερός
νεοελλ.
1. (για πρόσ. ή ομάδα) θέτω κάτι ως κανόνα για τον εαυτό μου
2. αποκτώ τη συνήθεια («καθιέρωσα έναν ωριαίο περίπατο κάθε μέρα»)
3. φρ. «καθιερώνω ναό» — εγκαινιάζω ναό
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) τα καθιερωμένα
οι κατά παράδοση συνήθειες, τα πατροπαράδοτα έθιμα
νεοελλ.-μσν.
(η μτχ. ως επίθ.) καθιερωμένος, -η, -ο(ν)
α) αγιασμένος
β) συνηθισμένος, αυτός που έχει επικρατήσει
αρχ.
1. παθ. καθιεροῦμαι (για πρόσ.) περιέρχομαι στην αποκλειστική εξουσία θεού ή θεών
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) oἱ καθιερωμένοι
οι ιερείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθιερώνω < καθιερώ < κατ(α)- + ἱερῶ (< ἱερός)].