εὔφορτος: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyfortos | |Transliteration C=eyfortos | ||
|Beta Code=eu)/fortos | |Beta Code=eu)/fortos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[well-freighted]], [[well-ballasted]], νᾶες <span class="title">AP</span>12.53 (Mel.): metaph., [[agreeable]], [[gracious]], opp. <b class="b3">βαρὺς ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις, [στρατηγός</b>] <span class="bibl">Onos.42.24</span>; μέλη <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.85</span>, cf. <span class="bibl">4.447</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A well-freighted, well-ballasted, νᾶες AP12.53 (Mel.): metaph., agreeable, gracious, opp. βαρὺς ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις, [στρατηγός] Onos.42.24; μέλη Opp.C.1.85, cf. 4.447.
German (Pape)
[Seite 1106] leicht beladen, νᾶες, gut, schnellsegelnd, Mel. 80 (XII, 53). Bei Opp. Cyn. 1, 85 auch μέλεα, wie 4, 447 γούνατα, leicht beweglich, schnell.
Greek (Liddell-Scott)
εὔφορτος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα ὅσον φορτίον ἢ ἕρμα πρέπει νὰ ἔχῃ ὅπως εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., καλῶς κινούμενος, εὐκίνητος, εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 légèrement chargé ; qui porte bien sa charge;
2 p. ext. rapide, agile, léger.
Étymologie: εὖ, φόρτος.
Greek Monolingual
εὔφορτος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.)
2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρτος «φορτίο πλοίου»].
Greek Monotonic
εὔφορτος: -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή σαβούρα πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει καλά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔφορτος: легко нагруженный (νᾶες Anth.).
Middle Liddell
εὔ-φορτος, ον
well-freighted, well-ballasted, Anth.