λα-: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=la-
|Transliteration C=la-
|Beta Code=la
|Beta Code=la
|Definition=insep. Prefix with <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[intensive]] force, as in <b class="b3">λακαταπύγων, λακατάρατος</b>; cf. also <b class="b3">λαί-μαργος</b>.</span>
|Definition=insep. Prefix with <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[intensive]] force, as in <b class="b3">λακαταπύγων, λακατάρατος</b>; cf. also <b class="b3">λαί-μαργος</b>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱ Medium diacritics: λα- Low diacritics: λα- Capitals: ΛΑ-
Transliteration A: la- Transliteration B: la- Transliteration C: la- Beta Code: la

English (LSJ)

insep. Prefix with A intensive force, as in λακαταπύγων, λακατάρατος; cf. also λαί-μαργος.

Greek Monolingual

λα- (Α)
προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα-κατάρατος λα-καταπύγων, λα-πτυήρ, λα-φονοι, λά-μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ)- κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι-κλῆς, Λαί-στρατος). Για τη σχέση μεταξύ λαι- και λα- πρβλ. ἰθαγενής: ἰθαι-γενής. Παραμένει αβέβαιο αν το -α- του μορίου είναι μακρό ή βραχύ.

Frisk Etymology German

λα-: {la-}
Meaning: verstärkendes Präfix,
Composita : nur in vereinzelten und seltenen Wörtern: λακαταπύγων (Ar. Ach. 664, λα- rhythm. gedehnt ?), λακατάρατος (Phot.; λακκ- cod.), λαπτυήρ· σφοδρῶς πτύων, λάφωνοι· λίαν ἄφωνοι H.; auch λαι- in PN, z. B. Λαικλῆς, Λαισποδίας (Bechtel Hist. Personennamen 273, Herrn. 50, 317); λαισ- in λαίσπαις· βούπαις. Λευκάδιοι H.; λι- in λιπόνηρος· λίαν πονηρός H.; vgl. zu λίαν.
Etymology : Verfehlte oder unsichere Kombinationen (λάγνος, λαιψηρός u. a.) bei Prellwitz Glotta 19, 116ff.
Page 2,64