μειλιχία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meilichia
|Transliteration C=meilichia
|Beta Code=meilixi/a
|Beta Code=meilixi/a
|Definition=Ep. μειλιχίη, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[gentleness]], [[softness]], <b class="b3">μειλιχίη πολέμοιο</b> [[lukewarmness]] in battle, <span class="bibl">Il.15.741</span>; [[kindness]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>206</span>, <span class="bibl">A.R. 2.1279</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ἱκετεία]], Hsch.</span>
|Definition=Ep. μειλιχίη, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gentleness]], [[softness]], <b class="b3">μειλιχίη πολέμοιο</b> [[lukewarmness]] in battle, <span class="bibl">Il.15.741</span>; [[kindness]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>206</span>, <span class="bibl">A.R. 2.1279</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἱκετεία]], Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:05, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλιχία Medium diacritics: μειλιχία Low diacritics: μειλιχία Capitals: ΜΕΙΛΙΧΙΑ
Transliteration A: meilichía Transliteration B: meilichia Transliteration C: meilichia Beta Code: meilixi/a

English (LSJ)

Ep. μειλιχίη, ἡ, A gentleness, softness, μειλιχίη πολέμοιο lukewarmness in battle, Il.15.741; kindness, Hes.Th.206, A.R. 2.1279, etc. 2 = ἱκετεία, Hsch.

German (Pape)

[Seite 115] ἡ, Sanftmuth, Milde, μειλιχίη πολέμοιο, schonendes, laues Betreiben des Krieges, Il. 15, 741; Freundlichkeit, Hes. Th. 206 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1281; Leont. 3 (Plan. 33).

Greek (Liddell-Scott)

μειλῐχία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, πρᾳότης, ἡμερότης, τῷ ἐν χερσὶ φόως, οὐ μειλιχίῃ πολέμοιο, «ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν καὶ ἐν τῷ μάχεσθαι ἡ σωτηρία, οὐ γὰρ ἐν τῷ μειλιχίους ἡμᾶς καὶ πράους εἶναι τοῖς πολεμίοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 741· (πρβλ. μείλιχος ἐν δαῒ λυγρῇ, Ἰλ. Ω. 739)· ἀγαθότης, εὐμένεια, πρᾳότης, Ἡσ. Θ. 206, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1279, κτλ.

Greek Monolingual

μειλιχία και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α)
1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα
2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. -ία].

Greek Monotonic

μειλῐχία: Ιων. -ίη, ἡ, ευγένεια, απαλότητα, αβρότητα, μειλιχίη πολέμοιο, μαλθακότητα στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μειλῐχία, ἡ, [from μειλίσσω
gentleness, softness, μειλιχίη πολέμοιο lukewarmness in battle, Il.