μετακυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metakylindo
|Transliteration C=metakylindo
|Beta Code=metakuli/ndw
|Beta Code=metakuli/ndw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">roll to another place, roll over</b>, μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>536</span>:—also μετα-κῠλίω [ῑ], Paul. Aeg.<span class="bibl">6.74</span>:—Pass., εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.535, cf. Phlp. in de An.115.2.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">roll to another place, roll over</b>, μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>536</span>:—also μετα-κῠλίω [ῑ], Paul. Aeg.<span class="bibl">6.74</span>:—Pass., εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.535, cf. Phlp. in de An.115.2.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετακυλίνδω]] (Α, Μ μετακυλινδῶ, -έω)<br />[[κυλώ]] σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[μετακυλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(μόνο το μέσ.) <i>μετακυλινδοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για τον χρόνο) [[περνώ]], [[παρέρχομαι]] («ὁ [[χρόνος]] μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος [[ἀφανιστικός]] ἐστιν», Ιω. Διάκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κυλίνδω]] «[[κυλώ]]»].
|mltxt=[[μετακυλίνδω]] (Α, Μ μετακυλινδῶ, -έω)<br />[[κυλώ]] σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[μετακυλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(μόνο το μέσ.) <i>μετακυλινδοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για τον χρόνο) [[περνώ]], [[παρέρχομαι]] («ὁ [[χρόνος]] μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος [[ἀφανιστικός]] ἐστιν», Ιω. Διάκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κυλίνδω]] «[[κυλώ]]»].
}}
}}

Revision as of 15:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῠλίνδω Medium diacritics: μετακυλίνδω Low diacritics: μετακυλίνδω Capitals: ΜΕΤΑΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: metakylíndō Transliteration B: metakylindō Transliteration C: metakylindo Beta Code: metakuli/ndw

English (LSJ)

A roll to another place, roll over, μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Ar.Ra.536:—also μετα-κῠλίω [ῑ], Paul. Aeg.6.74:—Pass., εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.535, cf. Phlp. in de An.115.2.

Greek Monolingual

μετακυλίνδω (Α, Μ μετακυλινδῶ, -έω)
κυλώ σε άλλο τόπο, μετακυλώ
μσν.
(μόνο το μέσ.) μετακυλινδοῡμαι, -έομαι
(για τον χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («ὁ χρόνος μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος ἀφανιστικός ἐστιν», Ιω. Διάκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κυλίνδω «κυλώ»].