μετριασμός: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metriasmos | |Transliteration C=metriasmos | ||
|Beta Code=metriasmo/s | |Beta Code=metriasmo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[jesting]], <b class="b3">κατὰ μετριασμόν</b> in [[jest]], Suid. s.v. [[ἀκρισία]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A jesting, κατὰ μετριασμόν in jest, Suid. s.v. ἀκρισία.
German (Pape)
[Seite 162] ὁ, die Mäßigung, Mittelmäßigkeit, Suid. v. ἀκρισία.
Greek (Liddell-Scott)
μετριασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. ἀκρισία.
Greek Monolingual
ο (Α μετριασμός) μετριάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετριάζω η ελάττωση της οξύτητας ή της έντασης, περιστολή, περιορισμός («μετριασμός της ποινής»)
νεοελλ.
μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση
αρχ.
χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό.