παροξυντικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paroksyntikos
|Transliteration C=paroksyntikos
|Beta Code=parocuntiko/s
|Beta Code=parocuntiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fit for inciting]] or [[urging on]], εἴς τι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.29</span> ; λόγοι π. πρός τι <span class="bibl">D.20.105</span> ; ἐπί τι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[exasperating]], [[provoking]], <span class="bibl">Isoc.1.31</span> : Medic., [[aggravating]] bad symptoms, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.50</span>. Adv. παροξ-κῶς Plu.2.21a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[easily provoked]], τὸ π. τοῦ ἤθους <span class="bibl">Arist. <span class="title">VV</span>1251a8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">π. ἡμέρα</b> day [[of the fit]] in intermittent fevers, Gal. 7.340.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for inciting]] or [[urging on]], εἴς τι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.29</span> ; λόγοι π. πρός τι <span class="bibl">D.20.105</span> ; ἐπί τι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>37</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[exasperating]], [[provoking]], <span class="bibl">Isoc.1.31</span> : Medic., [[aggravating]] bad symptoms, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.50</span>. Adv. παροξ-κῶς Plu.2.21a. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[easily provoked]], τὸ π. τοῦ ἤθους <span class="bibl">Arist. <span class="title">VV</span>1251a8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">π. ἡμέρα</b> day [[of the fit]] in intermittent fevers, Gal. 7.340.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:35, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξυντικός Medium diacritics: παροξυντικός Low diacritics: παροξυντικός Capitals: ΠΑΡΟΞΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paroxyntikós Transliteration B: paroxyntikos Transliteration C: paroksyntikos Beta Code: parocuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for inciting or urging on, εἴς τι X.Cyr.2.4.29 ; λόγοι π. πρός τι D.20.105 ; ἐπί τι Plu.Pomp.37. 2 exasperating, provoking, Isoc.1.31 : Medic., aggravating bad symptoms, Hp.Prorrh.1.50. Adv. παροξ-κῶς Plu.2.21a. II easily provoked, τὸ π. τοῦ ἤθους Arist. VV1251a8. III π. ἡμέρα day of the fit in intermittent fevers, Gal. 7.340.

German (Pape)

[Seite 526] ή, όν, zum Antreiben gehörig, ermunternd; εἰς τὸ σπεύδειν, Xen. Cyr. 2, 4, 29; λόγοι παροξυντικοὶ πρὸς τὸ παῖσαι, Dem. 20, 105; auch zum Zorne, Isocr. 1, 31 u. Folgde; λόγον παρ. ἐπὶ τὴν ἀναίρεσιν τῶν Ῥωμαίων, Plut. Pomp. 37; – auch adv., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παροξυντικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς τὸ προτρέπειν, παροτρύνει, εἴς τι Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 29· πρός τι Δημ. 489. 4· ἐπί τι Πλουτ. Πομπ. 37. 2) ὁ ἐξερεθίζων, παροξύνων, Ἰσοκρ. 9Α· - ὁ ἐπιτείνων τὰ κακὰ συμπτώματα, Ἱπποκρ. 71C, 218H. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 21Α. ΙΙ. ὁ εὐκόλως παροξυνόμενος, τὸ π. τοῦ ἤθους Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 6, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à aiguiser ; fig.
1 propre à exciter, avec εἰς ou πρός ou ἐπί et l’acc.;
2 propre à irriter, à exaspérer.
Étymologie: παρά, ὀξύνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παροξυντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παροξύνω
νεοελλ.
αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν αὔλημα», Πολυδ.)
2. αυτός που εξεγείρει, που παροργίζει, ο ερεθιστικός, ο προκλητικός
3. ιατρ. αυτός που επιτείνει τα κακά συμπτώματα, ο επιδεινωτικός, ο επιβαρυντικός («ἡ δείλη μὲν ὀχληρὸς καὶ παροξυντική», Γαλ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροξυντικόν
η ιδιότητα του παροξύνω ή παροξύνομαι («τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους», Αριστοτ.)
5. φρ. «παροξυντικὴ ἡμέρα» — η ημέρα του παροξυσμού κατά τους διαλείποντες πυρετούς (Γαλ.).
επίρρ...
παροξυντικῶς Α
με τρόπο παροξυντικό, που παροργίζει, ερεθιστικά («τοῦ Πινδάρου σφόδρα πικρῶς καὶ παροξυντικῶς εἰρηκότος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παροξυντικός: -ή, -όν,
1. κατάλληλος να προτρέψει ή να παροτρύνει, σε Ξεν., Δημ.
2. απεγνωσμένος, εξοργισμένος, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

παροξυντικός:
1) обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий (εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.);
2) раздражающий Isocr.;
3) легко возбуждающийся, чуткий (τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροξυντικός -ή -όν [παροξύνω] prikkelend, opwekkend: met εἰς of ἐπί + acc. tot (iets). geneesk. verslechterend.

Middle Liddell

παροξυντικός, ή, όν
1. fit for inciting or urging on, Xen., Dem.
2. exasperating, provoking, Isocr.