πεντηκοστολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentikostologos
|Transliteration C=pentikostologos
|Beta Code=penthkostolo/gos
|Beta Code=penthkostolo/gos
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[collector of the]] [[πεντηκοστή]], at Athens, <span class="bibl">D.21.133</span>, <span class="bibl">34.7</span>, <span class="bibl">Eub. 122</span> ; at Delos, <span class="title">SIG</span> 975.10 (iii B. C.) ; at Cyparissia, ib.952.9 (iv/iii B. C.).</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[collector of the]] [[πεντηκοστή]], at Athens, <span class="bibl">D.21.133</span>, <span class="bibl">34.7</span>, <span class="bibl">Eub. 122</span> ; at Delos, <span class="title">SIG</span> 975.10 (iii B. C.) ; at Cyparissia, ib.952.9 (iv/iii B. C.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοστολόγος Medium diacritics: πεντηκοστολόγος Low diacritics: πεντηκοστολόγος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pentēkostológos Transliteration B: pentēkostologos Transliteration C: pentikostologos Beta Code: penthkostolo/gos

English (LSJ)

ὁ, A collector of the πεντηκοστή, at Athens, D.21.133, 34.7, Eub. 122 ; at Delos, SIG 975.10 (iii B. C.) ; at Cyparissia, ib.952.9 (iv/iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 559] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten Theils sammelnd; ὁ π., der Zolleinnehmer od. Pächter des Einfuhrzolles, B. A. 297; Dem. 21, 133, vgl. 34, 7; Poll. 2, 124, wo πεντηκοστηλόγος v. l.; Lob. Phryn. 658.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοστολόγος: ὁ, ὁ εἰσπράττων τὴν πεντηκοστὴν (πρβλ. πεντηκόσταρχος), Δημ. 558. 18., 909. 10, Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 12· ― ἐντεῦθεν πεντηκοστολογέω, εἰσπράττω τὴν πεντηκοστήν, Πολυδ. Θ΄, 29· ― πεντηκοστολόγιον, τό, τὸ μέρος ἔνθα εἰσεπράττετο ἡ πεντηκοστή, αὐτόθι, πρβλ. Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur du droit du cinquantième.
Étymologie: πεντηκοστός, λέγω².

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας του φόρου της πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος της αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη του φόρου της πεντηκοστής και την απογραφή του εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + -λόγος].

Greek Monotonic

πεντηκοστολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που εισπράττει το φόρο της πεντηκοστῆς, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκοστολόγος -ου, ὁ [πεντηκοστός, λέγω] inner van belasting.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκοστολόγος: ὁ сборщик двухпроцентного налога Dem.

Middle Liddell

πεντηκοστο-λόγος, ὁ, λέγω
a collector of the tax πεντηκοστή, Dem.