ποδανιπτήρ: Difference between revisions
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=podaniptir | |Transliteration C=podaniptir | ||
|Beta Code=podanipth/r | |Beta Code=podanipth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, (νίζω) <span class="sense"> | |Definition=ῆρος, ὁ, (νίζω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">vessel for washing the feet in, footpan</b>, <span class="bibl">Stesich.30</span> (v. infr.), <span class="bibl">Hdt.2.172</span>, <span class="bibl">Amips.2</span>, <span class="bibl">Diocl.Com.1</span>, <span class="title">IG</span>12.313.137, 22.1425.393, 11(2).161<span class="title">B</span>127 (Delos, iii B.C.), <span class="title">CIG</span>3071.8(Teos, ii B.C.), Plu.2.151d, etc.: ποδονιπτήρ is a later form, <span class="bibl">Ath.4.168f</span>, Stesich.l.c.(codd.<span class="bibl">Ath.10.451d</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (νίζω) A vessel for washing the feet in, footpan, Stesich.30 (v. infr.), Hdt.2.172, Amips.2, Diocl.Com.1, IG12.313.137, 22.1425.393, 11(2).161B127 (Delos, iii B.C.), CIG3071.8(Teos, ii B.C.), Plu.2.151d, etc.: ποδονιπτήρ is a later form, Ath.4.168f, Stesich.l.c.(codd.Ath.10.451d).
German (Pape)
[Seite 642] ῆρος, ὁ, Gefäß, Wanne, die Füße darin zu waschen, Fußbecken, Her. 2, 172, Arist. Pol. 1, 12. Später auch ποδονιπτήρ. S. Inscr. 3071.
Greek (Liddell-Scott)
ποδᾰνιπτήρ: ῆρος, ὁ, (νίζω) ἀγγεῖον πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ τύπος ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· ποδονιπτήρ, ποδόνιπτρον εἶναι τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
bassin pour les pieds.
Étymologie: πούς, νίπτω.
Greek Monolingual
και ποδονιπτήρ, -ῆρος, ὁ, Α
λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -νιπτήρ (< νίζω / νίπτω). Ο τ. ποδανιπτήρ κατά το ποδάνιπτρον, ενώ ο τ. ποδονιπτήρ είναι μτγν.].
Greek Monotonic
ποδᾰνιπτήρ: -ῆρος, ὁ (νίζω), αγγείο, δοχείο για το πλύσιμο των ποδιών, νιπτήρας για τα πόδια, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ποδᾰνιπτήρ: ῆρος ὁ таз для омовения ног, ножная ванночка Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδανιπτήρ -ῆρος, ὁ [πούς, νίπτω] wasbak voor voeten.
Middle Liddell
ποδᾰ-ϝιπτήρ, ῆρος, ὁ, νίζω
a vessel for washing the feet in, a footpan, Hdt.