στασιωτικός: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stasiotikos | |Transliteration C=stasiotikos | ||
|Beta Code=stasiwtiko/s | |Beta Code=stasiwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inclined to faction]], [[seditious]], <b class="b3">κατὰ τὸ σ</b>. <span class="bibl">Th.4.130</span>; καιροί <span class="bibl">Id.7.57</span>; λόγοι <span class="bibl">Id.8.92</span>; -κὸν τὸ μὴ ὁμόφυλον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1303a25</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>263a</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1306a38</span> (v.l. for [[-αστικῶς]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A inclined to faction, seditious, κατὰ τὸ σ. Th.4.130; καιροί Id.7.57; λόγοι Id.8.92; -κὸν τὸ μὴ ὁμόφυλον Arist.Pol. 1303a25. Adv. -κῶς Pl.Phdr.263a, Arist.Pol.1306a38 (v.l. for -αστικῶς).
German (Pape)
[Seite 930] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, καιρός Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, στασιαστικός, κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d’une sédition.
Étymologie: στασιώτης.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στασιώτης
1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.)
2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
στᾰσιωτικός: -ή, -όν, αυτός που παρουσιάζει την ροπή να δημιουργεί φατρίες ή να υποκινεί εξεγέρσεις, επαναστατικός, στασιαστικός, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στασιωτικός -ή -όν [στασιώτης] conflict of partijstrijd aanwakkerend, partijzuchtig, opruiend:. σ. λόγοι opruiende redevoeringen Thuc. 8.92.4; κατὰ τὸ στασιωτικόν uit partijzucht Thuc. 4.130.3. politiek onrustig, roerig:. στασιωτικοὶ καιροί politiek onrustige tijden Thuc. 5.57.11. geneigd tot twist: adv.. στασιωτικῶς ἔχειν onenigheid hebben Plat. Phaedr. 263a.
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιωτικός: мятежный, бунтарский (λόγοι Thuc.).
Middle Liddell
στᾰσιωτικός, ή, όν [from στᾰσιώτης]
factious, seditious, Thuc.