στυράκινος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styrakinos
|Transliteration C=styrakinos
|Beta Code=stura/kinos
|Beta Code=stura/kinos
|Definition=η, ον, ([[στύραξ]] (A)) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[made of storax]], χρῖσμα Id.1.66; ἔλαιον <span class="title">Edict.Diocl.Delph.</span>8. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[made of the wood of the tree]] στύραξ, ἀκοντίσματα <span class="bibl">Str.12.7.3</span>; ῥάβδος <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>30.37</span>.</span>
|Definition=η, ον, ([[στύραξ]] (A)) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[made of storax]], χρῖσμα Id.1.66; ἔλαιον <span class="title">Edict.Diocl.Delph.</span>8. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[made of the wood of the tree]] στύραξ, ἀκοντίσματα <span class="bibl">Str.12.7.3</span>; ῥάβδος <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>30.37</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:05, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠρᾰκῐνος Medium diacritics: στυράκινος Low diacritics: στυράκινος Capitals: ΣΤΥΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: styrákinos Transliteration B: styrakinos Transliteration C: styrakinos Beta Code: stura/kinos

English (LSJ)

η, ον, (στύραξ (A)) A made of storax, χρῖσμα Id.1.66; ἔλαιον Edict.Diocl.Delph.8. 2 made of the wood of the tree στύραξ, ἀκοντίσματα Str.12.7.3; ῥάβδος LXX Ge.30.37.

German (Pape)

[Seite 959] aus Storax gemacht, Strab. XII, 570.

Greek (Liddell-Scott)

στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (στύραξ) πεποιημένος ἐκ στύρακος· χρῖσμα στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de styrax;
2 fait en bois de styrax.
Étymologie: στύραξ.

Spanish

de estoraque

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, ΜΑ
κατασκευασμένος με στύρακα («χρῑσμα στυράκινον», Διοσκ.)
αρχ.
κατασκευασμένος από το ξύλο του δένδρου στύραξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, -ακος (Ι) + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον (στύραξ), κατασκευασμένος από ξύλο δέντρου, από ρητινώδες κόμμι, στύραξ, σε Στράβ.

Middle Liddell

στῠρά˘κῐνος, η, ον στύραξ
made of the wood of the tree στύραξ, Strab.