τεχνούργημα: Difference between revisions

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=technoyrgima
|Transliteration C=technoyrgima
|Beta Code=texnou/rghma
|Beta Code=texnou/rghma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a work of art]], <span class="bibl">Corp.Herm.3.4</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a work of art]], <span class="bibl">Corp.Herm.3.4</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:50, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνούργημα Medium diacritics: τεχνούργημα Low diacritics: τεχνούργημα Capitals: ΤΕΧΝΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: technoúrgēma Transliteration B: technourgēma Transliteration C: technoyrgima Beta Code: texnou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό, A a work of art, Corp.Herm.3.4.

German (Pape)

[Seite 1104] τό, künstliche Arbeit, Kunstwerk, Eumath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνούργημα: τό, ἔργον τέχνης, Εὐμάθ. ἢ Εὐστάθ. Καθ’ Ὑσμίνην κ. Ὑσμινίαν 54.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τεχνουργῶ
έργο τέχνης, καλλιτέχνημα
νεοελλ.
1. (αρχαιολ.-κοινων.-ανθρωπολ.-τεχνολ.) κάθε αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπινη εργασία ή τροποποίηση, σε αντιδιαστολή προς τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από τη φύση, αλλ. τέχνημα
2. (βιολ.-μικρβλ.) σχηματισμός μη φυσικών δομών σε χημικώς και φυσικώς προετοιμασμένα παρασκευάσματα ζωικών και φυτικών ιστών που οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι λ.χ. οι ανθρώπινες ενέργειες κατά την προετοιμασία τών δειγμάτων.