ἐξουσιαστικός: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksousiastikos | |Transliteration C=eksousiastikos | ||
|Beta Code=e)cousiastiko/s | |Beta Code=e)cousiastiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[authoritative]], [[powerful]], Vett. Val.<span class="bibl">6.3</span>,al., Sm.<span class="title">Ec.</span>8.4, <span class="bibl">Eustr. <span class="title">in EN</span>119.21</span>; πράξεις <span class="bibl">Heph.Astr.3.4</span>; <b class="b3">[θεάματα], ἐνεργήματα</b>, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">Myst.</span>2.4</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">VP</span>32.217</span>: Comp.-ώτερον <span class="bibl">Plb.5.26.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[free]], [[self-determining]], δύναμις <span class="bibl">Diogenian.Epicur.3.65</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:45, 1 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, A authoritative, powerful, Vett. Val.6.3,al., Sm.Ec.8.4, Eustr. in EN119.21; πράξεις Heph.Astr.3.4; [θεάματα], ἐνεργήματα, Iamb. Myst.2.4. Adv. -κῶς Id.VP32.217: Comp.-ώτερον Plb.5.26.3. II free, self-determining, δύναμις Diogenian.Epicur.3.65.
German (Pape)
[Seite 889] ή, όν, eigenmächtig, adv. im compar., Pol. 5, 26, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξουσιαστικός: ή, ον, ὁ ἔχων ἐξουσίαν, ἐξ. λόγος Σύμμ. ἐν Ἐκκλ. Η΄, 4, κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 217· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερον Πολύβ. 5. 26, 3. - Ἐν τῇ γραμματικῇ τὰ ῥήματα τὰ σημαίνοντα ἐξουσίαν, ὡς π.χ. ἄρχω, κυριεύω, βασιλεύω, λέγονται ἐξουσιαστικά.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐξουσιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξουσία («εξουσιαστική, δεσποτική συμπεριφορά», «εξουσιαστικός λόγος»)
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ισχύ, ο έγκυρος
2. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία ή ανήκει στην κυριότητα κάποιου
αρχ.-μσν.
1. αυτεξούσιος, αυτοκυρίαρχος
2. φρ. «ῥήματα ἐξουσιαστικά» — τα ρήματα που σημαίνουν εξουσία, αρχή (ἄρχω, κυριεύω, ἐξουσιάζω κ.λπ.).
επίρρ...
ἐξουσιαστικῶς
α) (AM) με το δικαίωμα που παρέχει η νόμιμη εξουσία, έγκυρα
β) (Μ) αυθαίρετα.