ἠπειρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ipeirotikos
|Transliteration C=ipeirotikos
|Beta Code=h)peirwtiko/s
|Beta Code=h)peirwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[continental]], ἔθνη <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.1.12</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1338b22</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[of a landsman]], βίος Max. Tyr.<span class="bibl">19.7</span>, cf. <span class="bibl">8.9</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[of Epirus]], πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν <span class="bibl">Th.3.102</span>; <b class="b3">Ἠ. [μῆλα</b>] Dsc. 1.115.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[continental]], ἔθνη <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.1.12</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1338b22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[of a landsman]], βίος Max. Tyr.<span class="bibl">19.7</span>, cf. <span class="bibl">8.9</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[of Epirus]], πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν <span class="bibl">Th.3.102</span>; <b class="b3">Ἠ. [μῆλα</b>] Dsc. 1.115.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:41, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρωτικός Medium diacritics: ἠπειρωτικός Low diacritics: ηπειρωτικός Capitals: ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ēpeirōtikós Transliteration B: ēpeirōtikos Transliteration C: ipeirotikos Beta Code: h)peirwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A continental, ἔθνη X.HG6.1.12, Arist.Pol.1338b22. 2 of a landsman, βίος Max. Tyr.19.7, cf. 8.9, al. II of Epirus, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Th.3.102; Ἠ. [μῆλα] Dsc. 1.115.

German (Pape)

[Seite 1174] auf dem Festlande, ἔθνη, Ggstz Inselbewohner, Xen. Hell. 6, 1, 4. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἠπειρώτην, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. - Ἐπίρρ. -ῶς, Συνέσ. σ. 111. ΙΙ. ἐκ τῆς Ἠπείρου, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Θουκ. 3. 102, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du continent.
Étymologie: ἠπειρώτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἠπειρωτικός, -ή, -όν) ηπειρώτης
1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε μεγάλη έκταση γης, σε αντιδιαστολή με τα νησιά (α. «ηπειρωτική Ευρώπη» β. «ἠπειρωτικά ἔθνη καρπουμένους», Ξεν.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από την Ήπειρο
νεοελλ.
φρ.
1. «ηπειρωτικό κλίμα» — το κλίμα του εσωτερικού τών ηπείρων στις περιοχές τών μέσων γεωγραφικών πλατών, το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλο θερμικό εύρος ανάμεσα στον χειμώνα και στο καλοκαίρι
2. «ηπειρωτική αέρια μάζα» — εκτεταμένη μάζα αέρα, η οποία δημιουργείται πάνω από τις ηπείρους και χαρακτηρίζει τις εσωτερικές, ηπειρωτικές, μη ορεινές περιοχές.
επίρρ...
ἠπερωτικῶς (Α)
με ηπειρωτικό τρόπο.

Greek Monotonic

ἠπειρωτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ηπειρώτη, σε Ξεν.
II. αυτός που προέρχεται από την Ήπειρο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρωτικός: материковый (ἔθνη Xen., Arst.).

Middle Liddell

ἠπειρωτικός, ή, όν [from ἠπειρώτης
I. continental, Xen.
II. of Epirus, Thuc.

English (Woodhouse)

of the mainland

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)