βοάγριον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βοάγριον]], το (Α)<br />[[ασπίδα]] από [[δέρμα]] άγριου ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<i>βοός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>άγριον</i> <span style="color: red;"><</span> [[άγρα]] «[[κυνήγι]], [[θήραμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδράγρια]], <i>τα</i>). Η ετυμολόγηση <span style="color: red;"><</span> [[βους]] [[άγριος]] δεν φαίνεται πειστική].
|mltxt=[[βοάγριον]], το (Α)<br />[[ασπίδα]] από [[δέρμα]] άγριου ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<i>βοός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>άγριον</i> <span style="color: red;"><</span> [[άγρα]] «[[κυνήγι]], [[θήραμα]]» ([[πρβλ]]. [[ανδράγρια]], <i>τα</i>). Η ετυμολόγηση <span style="color: red;"><</span> [[βους]] [[άγριος]] δεν φαίνεται πειστική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοάγριον Medium diacritics: βοάγριον Low diacritics: βοάγριον Capitals: ΒΟΑΓΡΙΟΝ
Transliteration A: boágrion Transliteration B: boagrion Transliteration C: voagrion Beta Code: boa/grion

English (LSJ)

τό, A shield of wild bull's hide, Il.12.22, Od.16.296, AP9.323 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 450] τό, Schild vom Fell eines (wilden?) Ochsen; Hom. zweimal, Iliad. 12, 22 πολλὰ βοάγρια καὶ τρυφάλειαι, Odyss. 16, 296 δύο φάσγανα καὶ δύο δοῦρε καὶ δοιὰ βοάγρια; – sp. D., wie Antip. 29 (IX, 323).

Greek (Liddell-Scott)

βοάγριον: τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bouclier de peau de bœuf sauvage.
Étymologie: βόαγρος.

English (Autenrieth)

shield of ox-hide, pl., Il. 12.22 and Od. 16.296.

Spanish (DGE)

-ου, τό
escudo de piel de toro, Il.12.22, Od.16.296, AP 9.323 (Antip.Sid.), Lyc.854.

Greek Monolingual

βοάγριον, το (Α)
ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική].

Greek Monotonic

βοάγριον: τό, ασπίδα που είναι φτιαγμένη από δέρμα άγριου ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βοάγριον: τό щит из буйволовой кожи Hom., Anth.

Middle Liddell

[From βόαγρος
a shield of wild bull's hide, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοάγριον -ου, τό βόαγρος schild (van leer gemaakt).