Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γήινος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "   " to "")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=giinos
|Transliteration C=giinos
|Beta Code=gh/inos
|Beta Code=gh/inos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of earth]], τὴν δὲ… πλάσαντες γηίνην <span class="bibl">Semon.7.21</span>; πλίνθοι <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.8.14</span>; τείχη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>778e</span>; σῶμα <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>246c</span>, cf. <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span> 4p.425M.</span>; οὐδὲ τὸ ξύλον γῆ, ἀλλὰ γήινον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span> 1049a20</span>; νόος <span class="title">App.Anth.</span>3.146 (Theon.): Sup. -ώτατος, ἀριθμός <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Ost.</span>45</span>.</span>
|Definition=η, ον, [[of earth]], [[terrestrial]], [[earthen]], [[earthly]] τὴν δὲ… πλάσαντες γηίνην Semon.7.21; πλίνθοι X.An.7.8.14; [[τείχη]] Pl.Lg.778e; [[σῶμα]] Id.Phdr.246c, cf. Hierocl. in CA 4p.425M.; οὐδὲ τὸ [[ξύλον]] γῆ, ἀλλὰ γήινον = [[wood]] is not [[earth]], but [[derive]]s from [[earth]] Arist.Metaph. 1049a20; [[νόος]] App.Anth.3.146 (Theon.): Sup. γηινώτατος, [[ἀριθμός]] Lyd.Ost.45.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[γήινος]], -η, -ον) [[γη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[σύσταση]] της γης, [[χωμάτινος]]<br /><b>3.</b> [[επίγειος]], [[υλικός]] (σε [[αντίθεση]] με τον [[ουράνιο]] ή τον αιθέριο)<br /><b>4.</b> ο [[ανθρώπινος]], ο [[ατελής]] (σε [[αντίθεση]] με τον θεϊκό)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα γήινα</i><br />τα επίγεια, τα εγκόσμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «γήινο ελλειψοειδές» — το [[σχήμα]] που παράγεται από την [[περιστροφή]] μιας έλλειψης [[γύρω]] από τον μικρό της άξονα<br /><b>2.</b> «γήινη [[ακτινοβολία]]» — το φως του ήλιου που ανακλάται από τη γήινη [[σφαίρα]] [[προς]] τη [[σελήνη]], απ' όπου ανακλάται [[πάλι]] και επιστρέφει στη γη·
|mltxt=-η, -ο (AM [[γήινος]], -η, -ον) [[γη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[σύσταση]] της γης, [[χωμάτινος]]<br /><b>3.</b> [[επίγειος]], [[υλικός]] (σε [[αντίθεση]] με τον [[ουράνιο]] ή τον αιθέριο)<br /><b>4.</b> ο [[ανθρώπινος]], ο [[ατελής]] (σε [[αντίθεση]] με τον θεϊκό)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα γήινα</i><br />τα επίγεια, τα εγκόσμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «γήινο ελλειψοειδές» — το [[σχήμα]] που παράγεται από την [[περιστροφή]] μιας έλλειψης [[γύρω]] από τον μικρό της άξονα<br /><b>2.</b> «γήινη [[ακτινοβολία]]» — το φως του ήλιου που ανακλάται από τη γήινη [[σφαίρα]] [[προς]] τη [[σελήνη]], απ' όπου ανακλάται [[πάλι]] και επιστρέφει στη γη·
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:09, 12 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γήινος Medium diacritics: γήινος Low diacritics: γήινος Capitals: ΓΗΙΝΟΣ
Transliteration A: gḗinos Transliteration B: gēinos Transliteration C: giinos Beta Code: gh/inos

English (LSJ)

η, ον, of earth, terrestrial, earthen, earthly τὴν δὲ… πλάσαντες γηίνην Semon.7.21; πλίνθοι X.An.7.8.14; τείχη Pl.Lg.778e; σῶμα Id.Phdr.246c, cf. Hierocl. in CA 4p.425M.; οὐδὲ τὸ ξύλον γῆ, ἀλλὰ γήινον = wood is not earth, but derives from earth Arist.Metaph. 1049a20; νόος App.Anth.3.146 (Theon.): Sup. γηινώτατος, ἀριθμός Lyd.Ost.45.

Greek (Liddell-Scott)

γήινος: -η, -ον, ἐκ γῆς, τὴν δέ... πλάσαντες γηίνην, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 21· πλίνθοι Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14· τείχη Πλάτ. Νόμ. 778D· σῶμα ὁ αὐτ. Φαίδρ. 246C· τὸ ξύλον οὐ γῆ, ἀλλὰ γήινον Ἀριστ. Μεταφ. 8. 7, 5.― Ἐπίρρ.–νως, Ἐκκλ.― Ὡσαύτως γήιος Ἀνθ. II. παραρτ. 39· πρβλ. Λοβ. Φρύν.97.― Ὑπερθ. γηινώτατος, ὁ γάρ ἀριθμὸς πέντε γηινώτατος Ἰω. Λυδ. Διοσημ. 95 (Wachsm.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γήινος, -η, -ον) γη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη
2. αυτός που έχει τη σύσταση της γης, χωμάτινος
3. επίγειος, υλικός (σε αντίθεση με τον ουράνιο ή τον αιθέριο)
4. ο ανθρώπινος, ο ατελής (σε αντίθεση με τον θεϊκό)
5. το ουδ. ως ουσ. τα γήινα
τα επίγεια, τα εγκόσμια
νεοελλ.
φρ.
1. «γήινο ελλειψοειδές» — το σχήμα που παράγεται από την περιστροφή μιας έλλειψης γύρω από τον μικρό της άξονα
2. «γήινη ακτινοβολία» — το φως του ήλιου που ανακλάται από τη γήινη σφαίρα προς τη σελήνη, απ' όπου ανακλάται πάλι και επιστρέφει στη γη·

Greek Monotonic

γήινος: -η, -ον (γῆ), αυτός που ανήκει στη γη, σε Ξεν., Πλάτ.· επίσης, γήϊος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[γῆ]
of earth, Xen., Plat.