δηξίθυμος: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δηξίθῡμος) -ον | |dgtxt=(δηξίθῡμος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[que muerde el alma]], [[que roe el corazón]] ἔρωτος [[ἄνθος]] A.<i>A</i>.743, cf. Eust.1506.64<br /><b class="num">•</b>paród. [[que devora el estómago]], [[picante]] ὀξάλμη Sopat.21. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:45, 20 July 2021
English (LSJ)
[ῐ], ον, A = δακέθυμος, ἔρωτος ἄνθος A.Ag.743 (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη Sopat.21.
German (Pape)
[Seite 567] herznagend, ἔρωτος ἄνθος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.
Greek (Liddell-Scott)
δηξίθῡμος: -ον, = δακέθυμος, θυμοδακής, ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. ὀξάλμη Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ronge, litt. qui mord le cœur.
Étymologie: δάκνω, θυμός.
Spanish (DGE)
(δηξίθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que muerde el alma, que roe el corazón ἔρωτος ἄνθος A.A.743, cf. Eust.1506.64
•paród. que devora el estómago, picante ὀξάλμη Sopat.21.
Greek Monolingual
δηξίθυμος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι- < (μέλλ.) δήξομαι του δάκνω + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -τι ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκανος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].
Greek Monotonic
δηξίθῡμος: -ον, = δακέ-θυμος, λέγεται για την αγάπη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δηξίθῡμος: Aesch. = δακέθυμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηξίθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.