εὐκαταφρόνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκαταφρόνητος]], -ον)<br />ο [[άξιος]] [[καταφρονήσεως]], ο μη [[υπολογίσιμος]], ο [[ασήμαντος]] («μηδ' ὑφ' ἑνὸς [[εὐκαταφρόνητος]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>φρονητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[φρονώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>κατα</i>-<i>φρόνητος</i>, <i>δειλο</i>-<i>κατα</i>-<i>φρόνητος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκαταφρόνητος]], -ον)<br />ο [[άξιος]] [[καταφρονήσεως]], ο μη [[υπολογίσιμος]], ο [[ασήμαντος]] («μηδ' ὑφ' ἑνὸς [[εὐκαταφρόνητος]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>φρονητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[φρονώ]]), [[πρβλ]]. <i>αξιο</i>-<i>κατα</i>-<i>φρόνητος</i>, <i>δειλο</i>-<i>κατα</i>-<i>φρόνητος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαταφρόνητος Medium diacritics: εὐκαταφρόνητος Low diacritics: ευκαταφρόνητος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΦΡΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: eukataphrónētos Transliteration B: eukataphronētos Transliteration C: efkatafronitos Beta Code: eu)katafro/nhtos

English (LSJ)

ον, A easy to be despised, contemptible, ὑπό τινος X.HG6.4.1, cf. Cyr.8.3.1, D.4.18, Men.Sam.297, Arist.Pol.1312b24, etc.; negligible, πᾶσα ἀλγηδὼν εὐ. Epicur.Sent.Vat.4, cf. Phld.D.1.25, al.; esp. in Lit. Crit., D.H.Comp.3, Longin.3.1, Demetr.Eloc.4, etc. Adv. -τως Plu.Demetr.16.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht zu verachten, verächtlich, geringfügig, Xen. Cyr. 8, 3, 1 Hell. 6, 4, 28; Arist. pol. 5, 10 u. Sp. – Adv., Plut. Demetr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαταφρόνητος: -ον, ὡς και νῦν, ἄξιος καταφρονήσεως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 28, Κύρ. 8. 3, 1, Δημ. 45. 1, κλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Δημήτρ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.
Étymologie: εὖ, καταφρονέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, -ον)
ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ' ὑφ' ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-φρονητος (< κατα-φρονώ), πρβλ. αξιο-κατα-φρόνητος, δειλο-κατα-φρόνητος].

Greek Monotonic

εὐκαταφρόνητος: -ον (καταφρονέω), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, άξιος περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, αξιοκαταφρόνητος, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαταφρόνητος: легко внушающий презрение, т. е. совсем незначительный, маловажный Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

εὐ-καταφρόνητος, ον καταφρονέω
easy to be despised, contemptible, despicable, Xen., Dem.