εὔμετρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετρημένος]] ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]] στις αναλογίες<br /><b>3.</b> αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («[[εὔμετρος]] [[οἶκος]]», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εύρυθμος]], [[εξαιρετικός]] στο [[μέτρο]] («[[[λέξις]]] [[εὔμετρος]] καὶ [[εὔρυθμος]]», Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμέτρως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μέτριες αναλογίες<br /><b>2.</b> με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].
|mltxt=[[εὔμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μετρημένος]] ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]] στις αναλογίες<br /><b>3.</b> αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («[[εὔμετρος]] [[οἶκος]]», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εύρυθμος]], [[εξαιρετικός]] στο [[μέτρο]] («([[λέξις]]) [[εὔμετρος]] καὶ [[εὔρυθμος]]», Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμέτρως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μέτριες αναλογίες<br /><b>2.</b> με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:35, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμετρος Medium diacritics: εὔμετρος Low diacritics: εύμετρος Capitals: ΕΥΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: eúmetros Transliteration B: eumetros Transliteration C: eymetros Beta Code: eu)/metros

English (LSJ)

ον, A well-measured, well-calculated, σφενδόνα A.Ag.1010 (lyr.); well-proportioned, v.l. for ἔμμητρον, Theoc.25.209. 2 of moderate size or proportions, οἶκος Aret.CA 1.1. Adv. -ως ib.1.6, Sor.1.86. 3 excellent in metre, [λέξις] εὔ. καὶ εὔρυθμος D.H.Comp.25; opp. κακόμετρος, Phld.Po.1676.8.

German (Pape)

[Seite 1081] von schönem Maaße, Rhythmus, λέξις, D. Hal. C. V. 25 u. Gramm.; – übh. mäßig, σφενδόνη Aesch. Ag. 982.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμετρος: -ον, καλῶς μεμετρημένος, καλῶς ὑπολογισθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1010 ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, Θεόκρ. 25. 209. 2) εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de juste mesure, de moyenne grandeur;
2 bien mesuré, bien calculé.
Étymologie: εὖ, μέτρον.

Greek Monolingual

εὔμετρος, -ον (Α)
1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», Αισχύλ.)
2. συμμετρικός στις αναλογίες
3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.)
4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο μέτρο («(λέξις) εὔμετρος καὶ εὔρυθμος», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐμέτρως (Α)
1. με μέτριες αναλογίες
2. με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέτρον.

Greek Monotonic

εὔμετρος: -ον (μέτρον), καλά μετρημένος, καλά υπολογισμένος, σε Αισχύλ.· αυτός που βρίσκεται σε καλή αναλογία, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμετρος:
1) хорошо отмеренный, т. е. меткий (σφενδόνη Aesch.);
2) хорошо размеренный, соразмерный (βάκτρον Theocr. - v. l. ἔμμετρος).

Middle Liddell

εὔ-μετρος, ον μέτρον
well-measured, well-calculated, Aesch.: well-proportioned, Theocr.