θηλύγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηλύγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γυναικεία [[γλώσσα]], αυτός που μιλάει σαν [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=[[θηλύγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γυναικεία [[γλώσσα]], αυτός που μιλάει σαν [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>βραδύ</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλῠγλωσσος Medium diacritics: θηλύγλωσσος Low diacritics: θηλύγλωσσος Capitals: ΘΗΛΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: thēlýglōssos Transliteration B: thēlyglōssos Transliteration C: thilyglossos Beta Code: qhlu/glwssos

English (LSJ)

ον, A with woman's tongue, Νοσσίς AP9.26.7 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 1207] Νόσσις, die Sängerinn, Antp. Th. 23 (XI, 26).

Greek (Liddell-Scott)

θηλύγλωσσος: -ον, ἔχων γυναικείαν γλῶσσαν, ὁμιλῶν τρυφερὰ ὡς γυνή, Ἀνθ. Π. 9. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix de femme, à la voix douce.
Étymologie: θῆλυς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

θηλύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

θηλύγλωσσος: -ον, αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θηλύγλωσσος: с женственной речью, нежноголосый (sc. γυνή Anth.).

Middle Liddell

θηλύ-γλωσσος, ον
with woman's tongue, Anth.