θυροκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυροκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο [[επαίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλο</i>-[[κόπος]], <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
|mltxt=[[θυροκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο [[επαίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. <i>ηλο</i>-[[κόπος]], <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠροκόπος Medium diacritics: θυροκόπος Low diacritics: θυροκόπος Capitals: ΘΥΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thyrokópos Transliteration B: thyrokopos Transliteration C: thyrokopos Beta Code: quroko/pos

English (LSJ)

(parox.), ον, A knocking at the door, begging, ψευδόμαντις A.Ag.1195.

German (Pape)

[Seite 1227] an die Thür klopfend, bettelnd, Aesch. Ag. 1168; vgl. B. A. 42, 32.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κτυπῶν τὴν θύραν, ἐπαίτης, ψωμοζήτης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe aux portes, mendiant.
Étymologie: θύρα, κόπτω.

Greek Monolingual

θυροκόπος, -ον (Α)
αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλο-κόπος, ξυλο-κόπος.

Greek Monotonic

θῠροκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που κρούει τη θύρα, ο ζητιάνος, αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θῠροκόπος: досл. стучащийся в дверь, перен. просящий подаяния Aesch.

Middle Liddell

θῠρο-κόπος, ον κόπτω
knocking at the door, begging, Aesch.