κακομηχανία: Difference between revisions
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰκομηχᾰνία:''' ἡ коварный образ действий, коварство, козни Luc. | |elrutext='''κᾰκομηχᾰνία:''' ἡ [[коварный образ действий]], [[коварство]], [[козни]] Luc. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A practising of base arts, mischief, Luc.Phal.1.12, Adam.1.5.
German (Pape)
[Seite 1301] ἡ, erfinderische Bosheit, arglistige Handlungsweise, Luc. Phalar. 1, 12 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακομηχᾰνία: ἡ, τὸ μηχανᾶσθαι κακά, Λουκ. Φάλαρ. 1. 12, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 185.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
odieuse machination.
Étymologie: κακομήχανος.
Greek Monolingual
κακομηχανία, ἡ (AM) κακομηχανώ
το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κᾰκομηχᾰνία: ἡ, εξάσκηση ευτελών πρακτικών, ενασχόληση με ταπεινά τεχνάσματα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκομηχᾰνία: ἡ коварный образ действий, коварство, козни Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid.
Middle Liddell
κᾰκομηχᾰνία, ἡ,
a practising of base arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος]