κακοκρισία: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κακοκρισιά, η (AM [[κακοκρισία]])<br />κακή και άδικη [[κρίση]] («[[ἀπειρία]] καὶ [[κακοκρισία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρισία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κριτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]), | |mltxt=και κακοκρισιά, η (AM [[κακοκρισία]])<br />κακή και άδικη [[κρίση]] («[[ἀπειρία]] καὶ [[κακοκρισία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρισία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κριτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]), [[πρβλ]]. <i>δικαιο</i>-<i>κρισία</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A bad judgment, AP7.236 (Antip. Thess.); ἀπειρία καὶ κ. Plb.12.24.6.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, schlechtes, ungerechtes Urtheil; Pol. 12, 24, 6; Ant. Th. 58 (VII, 236); Ep. ad. 390 (IX, 115).
Greek (Liddell-Scott)
κακοκρῐσία: ἡ, κακὴ κρίσις, Ἀνθ. Π. 7. 236, Πολύβ. 12. 24, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jugement illégal ou inique.
Étymologie: κακόκριτος.
Greek Monolingual
και κακοκρισιά, η (AM κακοκρισία)
κακή και άδικη κρίση («ἀπειρία καὶ κακοκρισία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. δικαιο-κρισία].
Greek Monotonic
κᾰκοκρῐσία: ἡ (κρίσις), κακή κρίση, εσφαλμένη απόφαση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοκρῐσία: ἡ неправильный суд Polyb.