κρυσταλλοειδής: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krystalloeidis | |Transliteration C=krystalloeidis | ||
|Beta Code=krustalloeidh/s | |Beta Code=krustalloeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like ice]], πῆξις <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.45U.</span>, cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>19.21</span>; v.l. for -ώδης in <span class="bibl">Str.4.6.6</span>. Adv. -δῶς <span class="title">Placit.</span>2.11.2. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[like crystal]], ἰασπίς Dsc.5.142; <b class="b3">κ. ὑγρόν</b> the [[crystalline lens]], <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span> 153</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>8.5</span>, al.; κ. χιτών <span class="bibl">Poll.2.71</span>: Astron., <b class="b3">τὸ κ</b>. the [[crystalline sphere]], Placit.2.14.3.</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like ice]], πῆξις <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.45U.</span>, cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>19.21</span>; [[varia lectio|v.l.]] for -ώδης in <span class="bibl">Str.4.6.6</span>. Adv. -δῶς <span class="title">Placit.</span>2.11.2. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[like crystal]], ἰασπίς Dsc.5.142; <b class="b3">κ. ὑγρόν</b> the [[crystalline lens]], <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span> 153</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>8.5</span>, al.; κ. χιτών <span class="bibl">Poll.2.71</span>: Astron., <b class="b3">τὸ κ</b>. the [[crystalline sphere]], Placit.2.14.3.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:55, 1 February 2021
English (LSJ)
ές, A like ice, πῆξις Epicur.Ep.2p.45U., cf. LXX Wi.19.21; v.l. for -ώδης in Str.4.6.6. Adv. -δῶς Placit.2.11.2. II like crystal, ἰασπίς Dsc.5.142; κ. ὑγρόν the crystalline lens, Ruf.Onom. 153, Gal.UP8.5, al.; κ. χιτών Poll.2.71: Astron., τὸ κ. the crystalline sphere, Placit.2.14.3.
German (Pape)
[Seite 1516] ές, dem Eise od. dem Krystalle ähnlich; Strab. IV. 204, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κρύσταλλον, πάγον, Στράβ. 204. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς κρύσταλλον, κρ. ὑγρόν, ὁ κρυσταλλώδης φακός, Θεόφιλ. 152, 1 Greenh.· οὕτω, κρ. χιτὼν Πολυδ. Β΄, 71. Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 888Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à de la glace ou à du cristal.
Étymologie: κρύσταλλος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (AM κρυσταλλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες του κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως
2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές
ουσία που έχει την ιδιότητα να διέρχεται διά μέσου τών πόρων τών διαφραγμάτων κατά τη διαδικασία διαπίδυσης
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κρυσταλλοειδή
ουσίες που μπορούν να υποστούν κρυστάλλωση
4. φρ. «κρυσταλλοειδής φακός» — ο φακός του οφθαλμού, ανάμεσα στην ίριδα και στο υαλοειδές σώμα
αρχ.
αυτός που μοιάζει με πάγο.
επίρρ...
κρυσταλλοειδῶς (Α)
με κρυσταλλοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -ειδής (< εἶδος)].
Russian (Dvoretsky)
κρυσταλλοειδής: похожий на лед, кристаллический (ἡ νοτίς Plut.).