Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέρισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=merisma
|Transliteration C=merisma
|Beta Code=me/risma
|Beta Code=me/risma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[part]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>11.16</span>, prob. in <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>107.6</span> (iii B. C.).</span>
|Definition=ατος, τό, [[part]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>11.16</span>, prob. in <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>107.6</span> (iii B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 03:35, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέρισμα Medium diacritics: μέρισμα Low diacritics: μέρισμα Capitals: ΜΕΡΙΣΜΑ
Transliteration A: mérisma Transliteration B: merisma Transliteration C: merisma Beta Code: me/risma

English (LSJ)

ατος, τό, part, Orph.H.11.16, prob. in PStrassb.107.6 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 135] τό, das Getheilte, der Theil, Orph. Hymn. Pan. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μέρισμα: τό, μέρος, Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16.

Greek Monolingual

το (Α μέρισμα) μερίζω
νεοελλ.
1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά
2. μερίδιο
3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας
β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό ταμείο έναντι τών κρατήσεων που είχε καταβάλει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του
αρχ.
μέρος («ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς», Ορφ. Ύμν.).