μέταζε: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέταζε''': ἐπίρρ., ( | |lstext='''μέταζε''': ἐπίρρ., (μετὰ) [[μεταξύ]] ἢ μετὰ [[ταῦτα]], τὰ [[μέταζε]] χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ [[μεταξύ]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέταζε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[μεταξύ]] δύο χρονικών σημείων [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> [[μετέπειτα]], [[μετά]] από αυτά, αργότερα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[μέταζε]]<br /> | |mltxt=[[μέταζε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[μεταξύ]] δύο χρονικών σημείων [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> [[μετέπειτα]], [[μετά]] από αυτά, αργότερα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[μέταζε]]<br />μετὰ ταῡτα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετά]], [[κατά]] τα επιρρμ. σε -<i>ζε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θύραζε]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:45, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv., (μετά) A = μεταξύ, to be read in Hes.Op.394, cf. Hdn. Gr.2.951, Sch.Il.3.29, Sch.D.T.p.278 H.; but τὰ μέταζε· μετὰ ταῦτα, Δωριεῖς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 146] hernach, hinterdrein, von der Zeit, τὰ μέταζε, Hes. O. 396, besser als die alte v. l. μεταξύ; es wird vom Schol. Il. 3, 29 u. in B. A. 945 aus dieser Stelle erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
μέταζε: ἐπίρρ., (μετὰ) μεταξύ ἢ μετὰ ταῦτα, τὰ μέταζε χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ μεταξύ).
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la suite.
Étymologie: μετά, -ζε.
Greek Monolingual
μέταζε (Α)
επίρρ.
1. στο μεταξύ δύο χρονικών σημείων διάστημα
2. μετέπειτα, μετά από αυτά, αργότερα
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ μέταζε
μετὰ ταῡτα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετά, κατά τα επιρρμ. σε -ζε (πρβλ. θύραζε)].
Greek Monotonic
μέταζε: (μετά), επίρρ., κατόπιν, όπισθεν, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μέταζε: adv. затем, потом, после HH, Hes.
Middle Liddell
μετά
afterwards, in the rear, Hes.