μενεχάρμης: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=menecharmis | |Transliteration C=menecharmis | ||
|Beta Code=menexa/rmhs | |Beta Code=menexa/rmhs | ||
|Definition=ου, ὁ, (χάρμη) = | |Definition=ου, ὁ, (> [[χάρμη]]) = [[μενεφύλοπις]] ([[staunch in battle]]) (not in ''Od.''), ''Il.'' 11.122, 303, al. ; Αἰτωλοί 9.529 ; — also [[μενέχαρμος]], ον, 14.376. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:15, 28 January 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, (> χάρμη) = μενεφύλοπις (staunch in battle) (not in Od.), Il. 11.122, 303, al. ; Αἰτωλοί 9.529 ; — also μενέχαρμος, ον, 14.376.
German (Pape)
[Seite 132] ὁ, = Folgdm; Αἰτωλοί Il. 9, 529; Sp., von einzelnen Helden.
Greek (Liddell-Scott)
μενεχάρμης: -ου, ὁ, (χάρμη) καρτερικὸς ἐν ταῖς μάχαις, ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 122, 303, κτλ.· ἐπὶ ἔθνους, Ι. 529· οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.· - ὡσαύτως μενέχαρμος, ον, Ἰλ. Ξ. 376. Διὰ παραβολῆς τοῦ μενεχάρμης πρὸς τὰς λέξεις μεναίχμης, μενεπτόλεμος ἐπιβεβαιοῦται ἡ ἀνωτέρω δοθεῖσα σημασία.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui combat de pied ferme.
Étymologie: μένω, χάρμη.
English (Autenrieth)
and μενέ-χαρμος (μένω, χάρμη): steadfast or stanch in battle. (Il.)
Greek Monolingual
μενεχάρμης, ὁ (Α)
μενεφύλοπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + -χάρμης (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. ιππιο-χάρμης].
Greek Monotonic
μενεχάρμης: -ου, ὁ (χάρμη), σταθερός στη μάχη, λέγεται για ήρωες, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, μενέχαρμος, -ον, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μενεχάρμης: непоколебимый в сражении, стойкий Hom.
Middle Liddell
μενε-χάρμης, ου, ὁ, χάρμη
staunch in battle, of heroes, Il.:—also μενέχαρμος, ον, Il.