μονομαχικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μονομᾰχικός, ή, όν<br />of or in [[single]] [[combat]], Polyb. [from | |mdlsjtxt=μονομᾰχικός, ή, όν<br />of or in [[single]] [[combat]], Polyb. [from μονομᾰ́χος] | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 4 February 2021
English (LSJ)
ή, όν, A of or in single combat, μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9. II gladiatorial, φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19.
German (Pape)
[Seite 204] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, φιλοτιμία, Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. φιλοτιμία Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα χάριν μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui convient pour un combat singulier;
2 à Rome de gladiateur.
Étymologie: μονομάχος.
Greek Monolingual
μονομαχικός, -ή, -όν (Α) μονομάχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία
2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).
Greek Monotonic
μονομᾰχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη μονομαχία, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
μονομᾰχικός: свойственный участникам единоборства (φιλοτιμία Polyb.).
Middle Liddell
μονομᾰχικός, ή, όν
of or in single combat, Polyb. [from μονομᾰ́χος]