νεοσπάς: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοσπάς]], ό και ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, [[φρεσκοκομμένος]] («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπάς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπαδ</i>- του [[σπάω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οδυνο</i>-<i>σπάς</i>].
|mltxt=[[νεοσπάς]], ό και ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, [[φρεσκοκομμένος]] («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπάς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπαδ</i>- του [[σπάω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οδυνο</i>-<i>σπάς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:00, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσπάς Medium diacritics: νεοσπάς Low diacritics: νεοσπάς Capitals: ΝΕΟΣΠΑΣ
Transliteration A: neospás Transliteration B: neospas Transliteration C: neospas Beta Code: neospa/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, A newly torn away, fresh-plucked, θαλλοί S.Ant.1201, cf. Fr.502.

German (Pape)

[Seite 244] άδος, = Folgdm, ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς, Soph. Ant. 1188, vgl. frg. 445.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ νεωστὶ ἀποσπασθείς, ἀποκοπείς, θαλλὸς Σοφ. Ἀντ. 1201, Ἀποσπ. 445·Ϗ πρβλ. ἀποσπάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
nouvellement arraché (rameau).
Étymologie: νέος, σπάω.

Greek Monolingual

νεοσπάς, ό και ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σπάς (< θ. σπαδ- του σπάω), πρβλ. οδυνο-σπάς].

Greek Monotonic

νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, αυτός που μόλις ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσπάς: άδος adj. свежесорванный (θαλλοί Soph.).

Middle Liddell

νεοσ-πάς, άδος,
fresh-plucked, Soph.

English (Woodhouse)

newly gathered, newly plucked

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)