οὐλοχύται: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oulochytai
|Transliteration C=oulochytai
|Beta Code=ou)loxu/tai
|Beta Code=ou)loxu/tai
|Definition=[<b class="b3">ῠ], αἱ,</b> (οὐλαί, χέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[barley-groats]] or <b class="b2">coarsely-ground barley sprinkled</b> over the victim and the altar before a sacrifice (τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο.—τοῦτο δ' ἐστὶ τί;—κριθαί <span class="bibl">Strato Com.1.34</span>), <b class="b3">οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι</b>, <span class="bibl">Il.1.449</span>,<span class="bibl">458</span>; ἐν δ' ἔθετ' οὐλοχύτας κανέῳ <span class="bibl">Od.4.761</span>; <b class="b3">χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατάρχετο</b>, of the ceremony of sprinkling the barley before sacrifice, <span class="bibl">3.445</span>:—also οὐλό-χῠτα, τά, Hsch.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῠ], αἱ,</b> (οὐλαί, χέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[barley-groats]] or [[coarsely-ground barley sprinkled]] over the victim and the altar before a sacrifice (τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο.—τοῦτο δ' ἐστὶ τί;—κριθαί <span class="bibl">Strato Com.1.34</span>), <b class="b3">οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι</b>, <span class="bibl">Il.1.449</span>,<span class="bibl">458</span>; ἐν δ' ἔθετ' οὐλοχύτας κανέῳ <span class="bibl">Od.4.761</span>; <b class="b3">χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατάρχετο</b>, of the ceremony of sprinkling the barley before sacrifice, <span class="bibl">3.445</span>:—also οὐλό-χῠτα, τά, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλοχύται Medium diacritics: οὐλοχύται Low diacritics: ουλοχύται Capitals: ΟΥΛΟΧΥΤΑΙ
Transliteration A: oulochýtai Transliteration B: oulochytai Transliteration C: oulochytai Beta Code: ou)loxu/tai

English (LSJ)

[ῠ], αἱ, (οὐλαί, χέω) A barley-groats or coarsely-ground barley sprinkled over the victim and the altar before a sacrifice (τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο.—τοῦτο δ' ἐστὶ τί;—κριθαί Strato Com.1.34), οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι, Il.1.449,458; ἐν δ' ἔθετ' οὐλοχύτας κανέῳ Od.4.761; χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατάρχετο, of the ceremony of sprinkling the barley before sacrifice, 3.445:—also οὐλό-χῠτα, τά, Hsch.

German (Pape)

[Seite 414] αἱ, od. nach Lob. paralipp. 456 οὐλόχυται, die geschrotenen Gerstenkörner, οὐλαί, welche zu Anfang des Opfers nach dem Händewaschen über das Opferthier u. den Altar ausgeschüttet (χέω) wurden, χερνίψαντο δ' ἔπειτα καὶ οὐλοχύτας ἀνέλοντο, Il. 1, 449, u. ἐπεὶ εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο, ibd. 458; Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, Od. 3, 445, er fing die heilige Handlung des Gerstenstreuens an; ἐν δ' ἔθετ' οὐλοχύτας κανέῳ, 4, 761.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλοχύται: [ῠ], -αἱ, (οὐλαί, χέω) χονδροαλεσμέναι κριθαὶ πασσόμεναι ἐπὶ τοῦ θύματος καὶ τοῦ βωμοῦ πρὸ τῆς τελέσεως (τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο. -τοῦτο δ’ ἐστὶ τί; - κριθαί, Στράτ. παρ’ Ἀθην. 383 Α)˙ οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι Ἰλ. Α. 449, 458˙ ἐν δ’ ἔθετ’ οὐλοχύτας κανέῳ Ὀδ. Δ. 761˙ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, περὶ τῆς τελετῆς τοῦ ἐπιπάσσειν τὴν χονδροαλεσμένην κριθὴν πρὸ τῆς θυσίας, ὅπερ ἄλλως ἐλέγετο πρόχυσις, Γ. 445˙ - πρβλ. οὐλαί, προχύται, αἱ. - Καθ’ Ἡσύχ. : «οὐλοχύτας˙ ὁτὲ μὲν τὰ κανᾶ, ἐν οἷς τὰς οὐλάς, αἷ εἰσι κριθαί, τῶν ἱερείων κατέχεον. φαίνεται δὲ ἀγγεῖα δηλοῦσθαι ἢ κριθὰς πεφρυγμένας».

Greek Monolingual

οὐλοχύται, αἱ (Α)
1. το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. το χοντροαλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα και τον βωμό πριν από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. οὐλὰς χυτάς ή απλώς για σύνθ. < οὐλαί + χέω + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

οὐλοχύται: [ῠ], αἱ (οὐλαί, χέω), ολόκληροι ή χοντροαλεσμένοι κόκκοι κριθαριού, με τους οποίους έραιναν τα ζώα που όδευαν στο θυσιαστήριο, λίγο πριν θυσιαστούν, σε Όμηρ.· πρβλ. ἄρχω II. 2.

Middle Liddell

οὐ˘λο-χύται, ῶν, αἱ, οὐλαί, χέω]
barley-groats or coarsely-ground barley sprinkled over the victim before a sacrifice, Hom.; cf. ἄρχω II. 2.