παράρτημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ο, τιδήποτε" to "οτιδήποτε")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ [[παραρτώ]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] προσαρτημένο σε [[κάτι]], [[προσάρτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο, τιδήποτε αποτελεί [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]] σε [[κάτι]], [[εξάρτημα]] (α. «[[παράρτημα]] σχολής» β. «[[παράρτημα]] εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράρτημα]] εφημερίδας» — έκτακτη [[έκδοση]] εφημερίδας, [[μετά]] την [[έκδοση]] του τακτικού φύλλου, για [[αναγγελία]] πολύ σημαντικής είδησης<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> κινητό [[αντικείμενο]] το οποίο, [[χωρίς]] να [[είναι]] συστατικό του κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική [[σχέση]] με αυτό, όπως λ.χ. η [[λέμβος]] ενός πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] αναρτημένο από τα [[πλάγια]], πρόσθετο, εξωτερικό<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] που κρεμιέται στο [[σώμα]], [[ιδίως]] από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την [[δύναμη]] της αποτροπής του κακού, περίαπτο, [[φυλαχτό]].
|mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ [[παραρτώ]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] προσαρτημένο σε [[κάτι]], [[προσάρτημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οτιδήποτε αποτελεί [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]] σε [[κάτι]], [[εξάρτημα]] (α. «[[παράρτημα]] σχολής» β. «[[παράρτημα]] εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράρτημα]] εφημερίδας» — έκτακτη [[έκδοση]] εφημερίδας, [[μετά]] την [[έκδοση]] του τακτικού φύλλου, για [[αναγγελία]] πολύ σημαντικής είδησης<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> κινητό [[αντικείμενο]] το οποίο, [[χωρίς]] να [[είναι]] συστατικό του κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική [[σχέση]] με αυτό, όπως λ.χ. η [[λέμβος]] ενός πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] αναρτημένο από τα [[πλάγια]], πρόσθετο, εξωτερικό<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] που κρεμιέται στο [[σώμα]], [[ιδίως]] από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την [[δύναμη]] της αποτροπής του κακού, περίαπτο, [[φυλαχτό]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:17, 5 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρτημα Medium diacritics: παράρτημα Low diacritics: παράρτημα Capitals: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Transliteration A: parártēma Transliteration B: parartēma Transliteration C: parartima Beta Code: para/rthma

English (LSJ)

ατος, τό, A anything hanging at the side, amulet, appendage, Luc.Philops. 8. II dub. sens. in SIG2554.25 (Magn. Mae.).

German (Pape)

[Seite 497] τό, das daran. an der Seite Hangende, Luc. Philops. 8.

Greek (Liddell-Scott)

παράρτημα: τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, φυλακτήριον, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. παράρτημα, πρόσθετον πρᾶγμα, Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tout ce qu’on porte suspendu au côté.
Étymologie: παραρτάω.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ παραρτώ
καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημα
νεοελλ.
1. οτιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)
2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» — έκτακτη έκδοση εφημερίδας, μετά την έκδοση του τακτικού φύλλου, για αναγγελία πολύ σημαντικής είδησης
3. (νομ.) κινητό αντικείμενο το οποίο, χωρίς να είναι συστατικό του κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική σχέση με αυτό, όπως λ.χ. η λέμβος ενός πλοίου
αρχ.
1. αντικείμενο αναρτημένο από τα πλάγια, πρόσθετο, εξωτερικό
2. αντικείμενο που κρεμιέται στο σώμα, ιδίως από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την δύναμη της αποτροπής του κακού, περίαπτο, φυλαχτό.

Russian (Dvoretsky)

παράρτημα: ατος τό подвеска, т. е. амулет (ἐπῳδαί καὶ παραρτήματα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράρτημα -ατος, τό [παραρτάω] aanhangsel.