περιβρέμω: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιβρέμω''': βοΰζω ὁλόγυρα, Ὀρφ. Ἀργ. 687 (ἐν τμήσει), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[μετὰ]] δοτ., Ὀππ. Κυν. 2. 67, Διον. Π. 131.
|lstext='''περιβρέμω''': βοΰζω ὁλόγυρα, Ὀρφ. Ἀργ. 687 (ἐν τμήσει), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ δοτ., Ὀππ. Κυν. 2. 67, Διον. Π. 131.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(ενεργ. και μέσ.) <i>περιβρέμομαι</i><br />[[βροντώ]] [[ολόγυρα]], [[βουίζω]] [[γύρω]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βρέμω]] «[[βροντώ]]»].
|mltxt=Α<br />(ενεργ. και μέσ.) <i>περιβρέμομαι</i><br />[[βροντώ]] [[ολόγυρα]], [[βουίζω]] [[γύρω]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βρέμω]] «[[βροντώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβρέμω Medium diacritics: περιβρέμω Low diacritics: περιβρέμω Capitals: ΠΕΡΙΒΡΕΜΩ
Transliteration A: peribrémō Transliteration B: peribremō Transliteration C: perivremo Beta Code: peribre/mw

English (LSJ)

A roar or bellow round about, περὶ στυφελῇ β. ἀκτῇ A.R.2.323, cf. Orph.A.689 :—Med., c. dat., D.P.132, Opp.C.2.67.

German (Pape)

[Seite 571] umrauschen, Ap. Rh. 2, 323; gew. im med., τινί, D. Per. 131. 475; Opp. Cyn. 2, 67.

Greek (Liddell-Scott)

περιβρέμω: βοΰζω ὁλόγυρα, Ὀρφ. Ἀργ. 687 (ἐν τμήσει), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ δοτ., Ὀππ. Κυν. 2. 67, Διον. Π. 131.

Greek Monolingual

Α
(ενεργ. και μέσ.) περιβρέμομαι
βροντώ ολόγυρα, βουίζω γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βρέμω «βροντώ»].